Wednesday 27 July 2011

Ιστορίες Αλασκιάνης Τρέλας

Κατάφερα σιγά σιγά να χρησιμοποιήσω την εξελιγμένη ιντερνετική τεχνογνώσια μου για να γράψω και εγώ ένα post σε αυτό εδώ το τιμημένο blog. Και ήθελα καιρό να κάνω κάτι τέτοιο ιδιαίτερα επειδή ο Plutonick έχει εξελιχθεί σε μεγάλο συγγραφέα επισκιάζοντας ουσιαστικά την φήμη που είχα στο Arctic οτι εγώ είμουνα ο πιο καλός, ο πιο τράνος και ο πιο βιρτουόζος χιουμορίστας blogger (poster? - γιατί τέτοια γράφαμε τότε) της Μάζας.

Οι ιστορίες τις οποίες θα παρουσιάσω μέσα στις επόμενες εβδομάδες/μήνες/χρόνια και αντίχρονα μου συνέβησαν στην Αλάσκα τα τελευταία 8 χρόνια. Δεν ακολουθούν συγκεκριμένη χρονολογική σειρά. Οπού η χρονολογία παίζει ρόλο θα το λέω. Επίσης πολύ θα το ήθελα να μπορώ να βάζω links και φωτογραφίες αλλά δεν ξέρω πως.

Τον Σεπτέμβρη του 2010 λοιπόν αποφάσησα να τρέξω έναν μαραθώνιο στο Fairbanks της Αλάσκας. Μόλις είχα μετακομίσει στην Nenana για την ερεύνα μου. Δεν ξέρω ακριβώς τους λόγους που με ώθησαν να συμμετάσχω στον μαραθώνιο Equinox, μια κατεξοχήν αντι Μαζική κίνηση. Όχι μόνο είναι η διαδρομή των 26 μιλίων παλούκι (το δεύτερο μισό σκαρφαλώνεις ένα βουνό) αλλά δεν είχα τρέξει ποτέ στην ζώη μου πάνω απο 6 μίλια σε ανώμαλο δρόμο. Πάλια, το 2005 νομίζω, είχαμε μοιραστεί τα μίλια με δύο φύλους και είχα τρέξει το δεύτερο μισό...κακώς. Πρέπει να περπάτησα τα 6 μίλια της ανηφόρας και να έτρεξα τις ευθείες και τις κατηφόρες. Ακόμα θυμάμαι ένα κοριτσάκι, ήταν δεν ήταν 10 χρονών, που με προσπέρασε. Ντράπηκα. Το εβάλα λοιπόν σκοπό οτι εκεί που με έπαιρνε (ευθείες και κατηφόρες) θα έτρεχα όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να το φτάσω και να το περάσω. Έκ τοτε δεν το ξανάδα.

Τέλος πάντων, είπα να τρέξω. Ο μαραθώνιος αυτός είναι μεγάλο γεγονός και συμμετάσχει πολύ κόσμος από την Αλάσκα αλλά και τον κόσμο. Και πάρα πολύ φίλοι μου θα έπαιρναν μέρος. Η αλήθεια είναι οτι εκεί που λες "δεν βαριέσε", καλό είναι να το ξανασκεφτείς και να βαρεθείς.

Ξύπνησα πολύ νωρίς για να προλάβω να πάω στο Fairbanks από την Nenana και να προλάβω την εκκίνηση στις 730 το πρώι. Καθώς οδηγούσα διακρίνω μέσα στο σκότος τα απομεινάρια ενος ζώου. Αλλάζω λώριδα και κοιτάω να δώ τι είναι. Ήταν ένας σκατζόχοιρος (στην Αλάσκα είναι σαν μικρά σκυλία στο μέγεθος), κρέατα και αγκάθια διάσπαρτα παντού. Φρεσκοσκοτωμένος, σκέφτηκα. Αλλά όχι τόσο όσο ο φίλος του. Ο νέος σκατζόχοιρος περίμενε να τον πατήσει κάποιο αμάξι, δεν ξέρω πως να το εξηγήσω αλλίως. Καθότανε καρτερικά στην άλλη λωρίδα. Το μόνο που πρόλαβα να δώ, όταν κοίταξα μπρόστα μου, ήταν μια βλακώδη σκατζοχοίρια έκφραση να κοιτάζει κατάματα τον επικείμενο θανατό του. Τέλος πάντων ας είναι καλά εκεί που είναι. Για μένα πάντως ήτανε το πρώτο μου roadkill.

Έφτασα στο Fairbanks. Ο κόσμος είχε ήδη μαζευτεί και σε λίγα λεπτά βρισκόμουνα στο δρόμο τρέχοντας με γνώστους και αγνώστους. Θέλω να πω οτι τα πρώτα 10 μίλια τα έβγαλα σχετικά εύκολα. Σε αυτό βοήθησε οτι είχα ξανατρέξει ποσοστό αυτής της διαδρομή πολλές φορές με την ησυχία μου προηγουμένως. Κάναμε και πλακίτσα στον δρόμο με τους φίλους μου, ήτανε γενικά χαλαρά. Προς το τέλος των 10 μιλίων όμως είχα αρχίσει να καταλαβαίνω οτι έκανα μεγάλη μαλακία. Κύριώς γιατί μετά τα 10 μίλια αρχίζεις να σκέφτεσαι...μα πού πάω?

Κύριοι και κυρίες Μαζίτες, κάπου εδώ αρχίζει μια ιστορία πόνου και δυστυχίας που όμοια της δεν έχω ξαναπεράσει. Γιατί κάπου εδώ αρχιζει και η ανηφόρα της διαδρομής. Δεν είχα καμια φαντασίωση οτι θα την έτρεχα. Ήξερα οτι θα περπάταγα για πολύ ωρα μέχρι την κορυφή του βουνού. Αυτό που δεν περίμενα, είναι το πόσο γρήγορα θα κουραζόμουν, μια και δεν είχα λάβει υπόψη τα 10 μίλια που είχα προτρέξει. Μέσα σε λίγα λεπτά πόναγα παντού. Πατούσες, γάμπες, το πόδι από πάνω μέχρι κάτω, στην κοιλιά και στους ώμους. Περπαντώντας όσο αργά περπατούσα εγώ, άρχησα να κρυώνω, ενώ την ίδια στιγμή ήμουν και λαχανιασμένος. Αυτός ο περίπατος ήτανε ο πιο μίζερος της ζώης μου.

Σύντομα σκέψεις να τα παρατήσω άρχησαν να εισχωρόυν στο μυαλό μου. Και θα το είχα κάνει σίγουρα. Αλλά να τα παρατήσω και να κανώ τί? Σε αυτο το σημείο κατάλαβα και το μέγεθος τις μαλακίας που είχα κάνει. 26 μιλια ολοκλήρα. Ούτε που έμενα δεν ήξερα. Αυτοκίνητα φυσικά δεν ύπηρχαν να με μετάφερουν πουθενά. Ήμουνα μονάχος.

Συνέχισα λοιπόν. Την έμπνευση που χρειαζόμουνα για να μην τα παρατήσω όχι μόνο από τον αγώνα αλλά και από την ζώη, μου την έδωσαν οι διάφοροι γέροι που με προσπερνούσαν. Αιώνες γνώσης για το πως πρέπει να τρέξεις έναν μαραθώνιο περνούσαν από δίπλα μου (υποθέτω αυτό με κάνει πιο αργό και από αιώνα), αποφάσισα λοιπόν να τους αντιγράψω.

Το στύλ του γέρου μαραθωνοδρόμου είναι μοναδικό. Το χαρακτηρίζουν οι μικρές και σταθερές κινήσεις, στο μεταίχμιο το ετοιμόρροπου. Κεφάλι κάτω και μικρά βήματα jogging, μικρό κούνημα των χεριών αλλά σταθερός ρυθμός no matter what. Έαν σταματήσουν για οποιονδήποτε λόγο, ολόκληρος ο μηχανισμός καταρρέει και ο γέρος μετατρέπεται σε ένα μάτσο ερείπια. Τον καλό γέρο μαραθωνοδρόμο μπορείς να τον βάλεις μπρόστα από τοίχο και αυτός θα συνεχίζει να πηγαίνει λες και τον έχεις κουρδίσει. Αλλά η πεμπτουσία της δυναμής τους, είναι η μοναδική αυτοσυγκεντρωσή τους. Εάν ξέρανε να χρησιμοποιήσουν την ενέργεια τους αλλίως, θα κόβανε το νήμα πέτωντας και όχι τρέχωντας. Δεν πα να...αυτοί θα συνεχίσουν.

Αυτό έκανα και εγώ όταν βρισκόμουν στην κορυφή του βουνού και ετοιμαζόμενος για το τρίτο μέρος της διαδρομής. Υιοθέτησα το στυλ γέρου και συγκεντρώθηκα όσο μπορούσα. Σκέφτηκα οτι δεν μπορώ να σταματήσω γιατί δεν υπήρχε καν πέτρα για να ξαποστάσω. Σκέφτηκα οτι με περιμένουν μπριζόλες στο τέλος της διαδρομής. Σκέφτηκα οτι παρότι το στυλ γέρου δεν πρόκειται να με βοηθήσει να βρώ γκόμενα (πολλές και στο τρεχαντήρι αλλά και στο κοινό), θα με βοηθούσε να φτάσω το τέρμα. Κεφάλι κάτω και βουρ!

9 τελευταία μίλια πόνου αλλά και γεροντικής πειθαρχείας ήταν αρκετά. Φτάνωντας στο τέρμα βλέπω οτι οι διοργανωτές αποφάσισαν να μην μας δώσουν τα τελευταία 100 μέτρα σε ευθεία αλλά να κάνει η διαδρομή ένα μικρό ημικύκλιο που συμπεριελάμβανε και έναν λοφίσκο. Εκεί με οτι σάλιο μου απέμεινε άκουσαν χριστοπαναγίες, οι οποίες χαθήκαν μέσα στην αποθέωση του κοινού (και των φίλων μου που ήδη είχαν τερματήσει). Το έπαιξα λίγο άνετος μέχρι το κοινό να κοιτάξει το επόμενο ερείπιο που θα τερμάτιζε και μετά έβγαλα τα παπούτσια μου και σωριάστηκα στο γκαζόν.

Οι παραλληλισμοί που κάνανε οι φίλοι μου, μεταξύ του τερματισμού μου με την αρχαία Ελληνική ιστορία δίνανε και πέρνανε όπως ήταν φυσιολογικό. Αλλά εγώ πιο πολύ Μάζας ένιωσα παρά Έλληνας. Έαν ο Φειδιππίδης ήταν Μάζα και έλεγε το νενικήκαμεν μετά από 6 ώρες και 2 λεπτά οι Αθηναίοι θα του απαντάγανε "το ξέρουμε, ρε μαλάκα". Όλα αυτά βέβαια εάν δεν είχε πέσει σε κανά deathtrap στην διαδρομη. Και έτσι θα ξέραμε οτι ένας ακόμα Μάζας έγραψε ιστορία. Έως ότου να γίνει κατί τέτοιο, οι Μάζες θα περιμένουν καρτερικά με το γνωστό τους σκατζοχοίριο βλέμμα.

Πουσοίδις Πέστροφας