Monday 15 February 2016

Φόβος και παράνοια στους δρόμους της Αθήνας


Ήμουν με το αμάξι κέντρο και περίμενα ένα φανάρι στην Θεμιστοκλέους να ανάψει πράσινο. Πίσω μου ήταν ένα μηχανάκι. Ήταν στενός ο δρόμος και δεν μπορούσε να με προσπεράσει για να κάτσει πλάι μου. Ή μπροστά μου, πάνω στην διάβαση των πεζών, όπως συνηθίζουν τα μηχανάκια.

Με το που ανάβει πράσινο, πριν καν ξεκινήσω αρχίζει να κορνάρει. Σάστισα λίγο. Μετά άρχισε να βρίζει, γιατί μάλλον είχε νεύρα από πριν που δεν μπόρεσε να μου χωθεί. «Άντε ρε μαλάκα! Πράσινο!»

Στο επόμενο φανάρι τον πρόλαβα και στάθηκα δίπλα του. Του κορνάρω για να γυρίσει να με κοιτάξει και αφού είχα την προσοχή του, κατεβάζω το παράθυρο σιγά-σιγά. Κοιτάζοντας τον στα μάτια, αλλά εστιάζοντας στο άπειρο, κατάφερα να δημιουργήσω μια ατμόσφαιρα παράνοιας. «Γιατί με έβρισε; Θες να κατέβω κάτω;» τον ρώτησα ήρεμα και σχεδόν μηχανικά.

«Ε, βιαζόμουν,» μου απαντάει σχεδόν απολογητικά και μου χαμογελάει. Ακριβώς εκείνη την στιγμή ανάβει το φανάρι και κατάλαβε ότι θα είναι δύσκολο να τον ξαναπετύχω στο επόμενο φανάρι λόγω κίνησης. κρυφτεί στην κίνηση.  Έχοντας αυτήν την γνώση, φωνάζει, «Άντε γαμήσου ρε μαλάκαααα!»