Monday, 7 February 2011

Ο εφιαλτικός Σαλαμπαμπίσης

(Η παρακάτω ιστορία απαιτεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα για να διαβαστεί όπως είχε σχεδιάσει ο αφηγητής. Για αυτό, χαμηλώστε τα φώτα και βάλτε να παίζει στο background το Tubular Bells του Mike Oldfield από το soundtrack του Εξορκιστή)


Πρέπει να ήταν ένα καλοκαίρι, γύρω στα τέλη του 80, τότε που ακόμα πήγαινα στο χωρίο του πατέρα μου. Το επόμενο φθινόπωρο μου αγόρασε έναν Amstrad γιατί του είχα πει ‘ότι θα με βοηθήσει στο σχολείο’. Τα επόμενα καλοκαίρια έπαιζα το 'Master of Kung Fu', αντί να περνάω την μέρα στους αγρούς κάτω από τον ήλιο και το βράδυ να κοιμάμαι ιδρωμένος και να ακούω τα τζιτζίκια. Και ΄δεν είχε πει ψέματα. Το Master of Kung Fu με βοήθησε πολύ στο σχολείο και στους τσακωμούς στα διαλείμματα. Ίσως να αγόρασαν και τα άλλα παιδιά Amstrad, γιατί από ότι έμαθα, ούτε αυτά πήγαν ξανά στο χωριό. Ίσως όμως να ήταν κάτι άλλο. Το σίγουρο ήταν πάντως, ότι το χωριό νέκρωσε και τώρα πια βλέπεις μόνο κάτι γέρους.

Πάντως, την τελευταία φορά που πήγα, είχε ακόμα παιδιά που έπαιζαν τα μεσημέρια στα ερημωμένα σοκάκια του χωριού, κάτω από τον καυτό ήλιο. Ένα τέτοιο μεσημέρι ήταν που άκουσα ένα παιδάκι να τσακώνεται με ένα άλλο και να του λέει με θυμό 'Είσαι ένας Σαλαμπαμπίσης!'.


Κοκάλωσα. Προς στιγμή νόμιζα ότι παράκουσα, αλλά είχα κάνει λάθος, γιατί το άλλο παιδάκι γύρισε στο πρώτο και οργισμένο είπε, ‘Ποιον είπες Σαλαμπαμπίση? Εμένα?’.


‘Ναι, εσένα!’, απάντησε και αμέσως έβαλε τα χέρια μπροστά στο πρόσωπό του για να αμυνθεί από την ξαφνική επίθεση του δεύτερου παιδιού.


Είχα μείνει αποσβολωμένος να κοιτάω την ξαφνική έκρηξη βίας που λάμβανε χώρα μπρος στα μάτια μου. Ποίος ήταν αυτός ο Σαλαμπαμπίσης, που και μόνο το άκουσμα του μετέτρεπε τα παιδιά του χωριού σε φονικές μηχανές βίας και τρόμου. Ακόμα και εγώ ανατρίχιασα όταν άκουσα το όνομα αυτό. Μου θύμισε μια ιστορία του Χάουρντ Φιλιπς Λάβκραφτ που μίλαγε για την επιστροφή του καταραμένου Σαρδανάπαλου. Ήμουν μικρός τότε, αλλά είχα αντίληψη του μεγέθους της φρίκης που περιέγραφε ο Λαβκραφτ, και να που τώρα την συναντούσα μπροστά μου. Κρύος ιδρώτας με έλουσε. Η σκηνή που εξελισσόταν μπροστά μου ήταν φρικιαστική. Το γεγονός ότι ήταν μέρα μεσημέρι, με τα τζιτζίκια να τιτιβίζουν κάτω από τον ήλιο έκανε το περιστατικό πιο τρομακτικό. Η φρίκη και ο τρόμος κάλλιστα θα μπορούσαν να είχαν κρυφτεί υπό το ύπουλο πέπλο της νύχτας, και την ημέρα θα λέγαμε πως όλα φαίνονται τρομακτικά από την έλλειψη του φωτός. Αλλά τώρα που ήταν μέρα, πια θα ήταν η δικαιολογία μας?


Εξακολουθούσα να κοιτάω τα παιδιά να κυλιόνται στο χώμα, να φτύνουν και να χτυπιούνται, να πετάνε χώματα στα πρόσωπα τους. Αλλά λένε πως αν κοιτάξεις την άβυσσο κατάματα, σε κοιτάει και αυτή. Τα παιδάκια, και δεν ξέρω αν μου επιτρέπεται να ονομάσω τα κτήνη αυτά ‘παιδάκια’, σταμάτησαν να χτυπιούνται τόσο ξαφνικά όσο είχαν αρχίσει, και σαν να είχαν συνεννοηθεί με τηλεπαθητικά κύματα σκέψεις γύρισαν να με κοιτάξουν.


Το έβαλα στα πόδια, χωρίς ποτέ μου να κοιτάξω πίσω. Μπήκα στο σπίτι του παππού, και έβαλα την πλάτη μου κόντρα πίσω από την πόρτα. Αφού βεβαιώθηκα ότι δεν με είχαν ακολουθήσει πήγα το δωμάτιο μου και δεν βγήκα μέχρι το επόμενο πρωί.


Ο Σαλαμπαμπίσης όμως κατάφερε και τρύπωσε στα όνειρα μου. Ήταν ένα ψηλό, ανθρωπόμορφο πλάσμα, φορούσε μαύρο κουστούμι και καπελάκι, και είχε υπερβολικά μακριά χέρια και πόδια. Και πάντα ήταν καλυμμένο στην σκιά. Στεκόταν πότε στην άκρη του δρόμου, πότε σε μια γωνία, πότε πίσω από ένα δέντρο και με κοίταγε χωρίς να μιλάει ή να κουνιέται. Αλλά ήξερα ότι όπου και να πήγαινε, δεν θα κατάφερνα να ξεφύγω από το βλέμμα του.


Το πρωί που ξύπνησα, στην τραπεζαρία ήταν ο παππούς μου μαζί με τον παπά του χωρίου. Οι παπάδες πάντα με τρόμαζαν με τα μακριά μαύρα ρούχα τους, τα γένια, το παράξενο μαύρο καπέλο και τις χοντρές κοιλιές τους, αλλά εκείνη την ημέρα η παρουσία του παπά με χαροποίησε ιδιαιτέρως. Για ένα πράγμα ήμουν σίγουρος. Όσο τρομακτικοί και να ήταν οι παπάδες, ο Σαλαμπαμπίσης ήταν τρομακτικότερος. Και οι παπάδες σίγουρα ήταν οι ορκισμένοι αντίπαλοι του, όπως ήταν αντίπαλοι και με τον Σαρδανάπαλο.

Οι ελπίδες μου όμως εξανεμίστηκαν, όταν μου απάντησαν ότι δεν ήξεραν ποίος ήταν ο ‘Σαλαμπαμπίσης’ και ότι τον άκουγαν πρώτη φορά. Πόσο ισχυρός πρέπει να ήταν ο Σαλαμπαμπίσης, σκέφτηκα, για να έχει καταφέρει να κρατήσει την ύπαρξη του κρυφή ακόμα και από την εκκλησία, που τα βλέπει όλα?


Μάζεψα το θάρρος μου και αποφάσισα να επισκεφτώ το καφενείο του χωριού. Θεωρούσα αδύνατο να μην ξέρει κανείς τι είναι αυτό το ον και πως μπορώ να το καταπολεμήσω. Στα μέσα του δρόμου όμως συνάντησα τους γόνους, τους σπόρους του Σαλαμπαμπίση, τα δύο κολασμένα παιδάκια από χτες.  είχαν λύσει τις διαφορές τους, ή ήταν υπό την επιρροή του Σαλαμπαμπίση, γιατί ήταν συμφιλιωμένα. Όταν με είδαν άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος μου. Άρχισα να τρέχω και εγώ, προσπαθώντας να προσθέσω όσο το δυνατόν περισσότερα χιλιόμετρα στην απόσταση μου από αυτούς. Σε μια στροφή μάλιστα παραλίγο να συγκρουστώ με ένα άλλο παιδάκι, γιο ενός ντόπιου που είχε φύγει για την Αμερική από μικρή ηλικία και εκεί έκανε μεγάλη περιουσία. Κάθε καλοκαίρι ερχόταν με τα παιδιά του, τα λέγαμε ‘αμερικανάκια’ στο χωριό για διακοπές.


‘Γουάτ δη φακ ρε καραγκιόζ’?’, μου φώναξε. Συνήθιζε να μπλέκει τα αμερικάνικα με τα ελληνικά, και αρκετά παιδάκια τον μιμούνταν χωρίς να ξέρουν τι σημαίνουν οι ‘ξενες’ λέξεις που χρησιμοποιούσαν. Αλλά δεν σταμάτησα να ζητήσω συγνώμη.


‘Τρέχα Τζόννυ να σωθείς!’, του φώναξα. Αλλά αντί να με ακολουθήσει προς την σωτηρία, έμεινε πίσω και με κοίταγε που χανόμουν στον ορίζοντα.


Από την στροφή που είχα περάσει, εμφανίστηκαν και τα άλλα δύο δαιμονισμένα παιδάκια. Όπως και εγώ, ούτε και αυτά είχαν δει το Τζόννυ. Αλλά αυτά δεν κατάφεραν να τον αποφύγουν και όλοι μαζί σωριάστηκαν στο έδαφος.


‘Σαν οφ εη μπιτς!’, βλαστήμισε ο Τζόννης. Η αντίδραση των παιδιών ήταν χαρακτηριστική και ταυτόχρονα τα λόγια του Τζόννυ έλυσαν το μυστήριο της ταυτότητας του Σαλαμπαμπίση και της προέλευσής του.


‘Ποιον είπες Σαλαμπαμπίση ρε?’, είπε το ένα ενώ το δεύτερο έλεγε με αηδία και μίσος ‘Ρε, δεν σου έχω πει να μην με λες ‘Σαλαμπαμπίση? Εσύ είσαι ο Σαλαμπαμπίσης, γκαντέμη!’.