Ανοίγει η πόρτα του γραφείου μου
και έντρομη μπαίνει μέσα η γραμματέας.
«Νίκο, έλα λίγο στην εξώπορτα να
δεις, είναι ένας μαύρος έξω και κάτι θέλει!»
Σάστισα. Η περιγραφή της δουλείας μου σίγουρα δεν είναι 'Υπεύθυνος Εξώπορτας', αλλά από την άλλη περνάμε δύσκολους καιρούς. Αποφάσισα να μην παραπονεθώ. Αν και, επειδή η εταιρεία είναι
στα Εξάρχεια, συνήθως στην πόρτα είναι ναρκομανείς. Παλιά είχαμε πρόβλημα με αυτούς. Χτύπαγαν το κουδούνι, έμπαιναν μέσα
και ζήταγαν ναρκωτικά ή λεφτά. Έτσι όπως είναι οι καιροί όμως, δεν είχαμε τίποτα
από τα δύο να τους δώσουμε.
Άλλες φορές, δεν ζήταγαν τίποτα.
Τρύπωναν σε κάποιο γραφείο, και έκλεβαν κανένα λάπτοπ από τον πρόεδρο.
Ο τελευταίος που είχε μπει ήταν
ακόμα πιο ευρηματικός. Είχε πάει στον πρόεδρο και του ζήταγε να αγοράσει κουπόνια
προστασίας για την εταιρεία, «…για να μην την βρούμε καμένη καμία μέρα», μας είπε.
Ο πρόεδρος αγόρασε δύο κουπόνια, ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω που βρήκε εκτυπωτή
και τα τύπωσε. Ήταν πάντως τίγκα στην ανορθογραφία. Ο ναρκομανής (αρνούμαι να
τον πω πρεζάκι, γιατί το μπλογκ είναι εναντίων του κοινωνικού ρατσισμού), είδε ότι
το κόλπο έπιασε, ήρθε και την επόμενη μέρα για να πουλήσει κουπόνια, αλλά ο πρόεδρος
αρνήθηκε να αγοράσει και έτσι ο ναρκομανής εξαναγκάστηκε να του κλέψει πάλι το
λαπτοπ.
Από τότε, βάλαμε κάμερα στην εξώπορτα,
και πριν ανοίξει η γραμματεία, ρώταγε ποίος είναι αυτός έξω. Τώρα όμως με τον
μαύρο είχε κάποιο πρόβλημα.
«Έλα να δεις ποιος είναι, γιατί εγώ
δεν τους ξεχωρίζω αυτούς τους μαύρους. Και δεν μιλάει και καλά ελληνικά και δεν τον καταλαβαίνω. Μπορεί να είναι και
εργάτης μας», μου εξήγησε.
Το μυστήριο λύθηκε. Ήταν στην εξώπορτα
ένας σκουρόχρωμος (αρνούμαι να τον μαύρο γιατί είμαι εναντίων του φυλετικού
ρατσισμού), ο οποίος ήθελα να μπει στην εταιρεία. Η γραμματεία όμως δίσταζε να
ανοίξει την πόρτα γιατι δεν γνώριζε της προθέσεις του. Σε αυτό συνέβαλε και η
δυσκολία επικοινωνίας.
Η θέση μου ήταν λεπτή και δύσκολη.
Αν πήγαινα να ανοίξω την εξώπορτα και να του πω ‘ποιος είστε’, ίσως να τον προσέβαλα
αν όντως ήταν εργάτης μας και όχι κάποιος τυχαίος. Οπότε αποφάσισα να προσποιηθώ
ότι πηγαίνω σε άλλο γραφείο, να περάσω από την εξώπορτα και ‘τυχαία’ να τον δω
που περιμένει και από ευγένεια να τον ανοίξω και να τον ρωτήσω. Ακούγεται εύκολο
στην θεωρία, αλλα στην πράξη δεν ήταν γιατί με ακολουθούσε η γραμματέας κρυμμένη
ακριβώς από πίσω μου. Ήταν λίγο γελοίο το σκηνικό. Την αγνόησα και έκανε ότι είχα
σχεδιάσει.
«Τι θα θέλατε?», τον ρώτησα με
ευγένεια, όταν του άνοιξα την πόρτα. Επίσης έκανα τον ξαφνιασμένο. Δεν περίμενα
να δω κάποιον στην εξώπορτα. Ξέρετε.
«Γκία σας! Ήρτα να ντω τον κύριο Μανόλη!»,
μου είπε. Ναι, ήταν δικό μας παιδί. Ήταν ….
…ο Τζουστίσε!!!