Thursday, 28 April 2011

…και εφιάλτες (μέρος 2 από 2)

(καλύτερα διαβάστε πρώτα το ερμ.. πρώτο μέρος)

Όταν πήγαινα δημοτικό είχα δει στο σινεμά το ‘The Burbs’, μια κωμωδία με τον Tom Hanks που παρωδεί άλλες ταινίες με serial killers. Σε κάποια σκηνή, το βράδυ, ο Tom Hanks άκουγε φτυάρια να χτυπάνε χώμα. Βγήκε στο παράθυρο του, και είδε τους γείτονες του που μέσα στην βροχή έσκαβαν τάφους στην αυλή τους για να θάψουν τα πτώματα των θυμάτων τους. 

Το ίδιο βράδυ, άκουσα τους ίδιους θορύβους και εγώ από το γειτονικό οικόπεδο. Σηκώθηκα και προσπαθούσα να δω μέσα από τα παντζούρια τι ακριβώς γινόταν, αλλά μάταια. Δεν είχε αρκετό φωτισμό και δεν ήθελα να ανοίξω το φως του μπαλκονιού για να μην με καταλάβουν. Αναγκαστικά  ξύπνησα τον πατέρα μου και του είπα ότι κάποιοι σκάβουν στο διπλανό οικόπεδο (δεν του είπα ότι θέλουν να θάψουν πτώματα. Ήταν αρκετά νωρίς για να βγάλω ένα τέτοιο βιαστικό συμπέρασμα, αλλά σίγουρα κάτι φρικτό θα είχαν στο νου τους). Ο πατέρας μου, από τον ύπνο όπως ήταν δεν κατάλαβε την δραματικότητα της περίστασης και πήγε να βγει από την μπαλκονόπορτα να ελέγξει χωρίς να πάρει τις απαιτούμενες προφυλάξεις, αλλά τον σταμάτησα έντρομος. 

Βλέπετε, ο πατέρας μου εκείνη την εποχή πήγαινε για κυνήγι τα σαββατοκύριακα, οπότε του είπα με έκπληξη: ‘Που πας! Δεν θα πάρεις την καραμπίνα?’. Πέρα από το γεγονός ότι του φάνηκε αστείο, μετά θυμήθηκα ότι το δίκαννο το φύλαγε στο υπόγειο. Αγνοώντας την φωνή της λογικής, βγήκε έξω, αλλά δεν είδε τίποτα. Μάλιστα ούτε το θόρυβο άκουγε. Με έβαλε για ύπνο και έφυγε. 

Μετά από δέκα λεπτά άρχισα πάλι να ακούω το ‘τσάκα τσούκα’. Μπήκα πάλι στο υπνοδωμάτιο των γωνιών μου και τους ξύπνησα. ‘Μα κάνει τσάκα-τσούκα!, σαν να βρίσκει η τσάπα σε τσιμέντο’, είπα αγανακτισμένος. Το ίδιο αγανακτισμένος σηκώθηκε και ο πατέρας μου και ήρθε στο δωμάτιο. Αφού αφουγκράστηκε για λίγα λεπτά, με έβρισε και μου αποκάλυψε από πού προερχόταν ο φρικιαστικός αυτός ήχος.

‘Ο θερμοσυσσωρευτής είναι. Το πυρότουβλο συστέλλεται γιατί αποθηκεύει ζέστη και κάνει θόρυβο’. Και από τότε μου απαγορεύτηκε να βλέπω ταινίες τρόμου.

Για τρεις μέρες.

Την τέταρτη μέρα είδα με την αδερφή μου το Alien. Αυτή καθόταν πάνω στο καναπέ, εγώ πίσω από αυτόν.

Μερικά χρόνια αργότερα πάλι, όταν πήγαινα Τρίτη λυκείου (όριμως άντρας πια) είχα ενθουσιαστεί με το συγγραφικό έργο του Stephen King. Από τότε πέρασαν και άλλα χρόνια και λογικεύτηκα, αλλά τότε με είχε στιγματίσει ένα βιβλίο του, Το Παιχνίδι του Τζέραλντ (Geralds Game).

Το βιβλίο αφορά ένα παιχνίδι μεταξύ δύο συζύγων (που περιλαμβάνει χειροπέδες, κρεβάτι και ένα εξοχικό σε μέρος απομακρυσμένο). Το παιχνίδι όμως στραβώνει όταν ο σύζυγος (Τζέραλντ) πεθαίνει απροσδόκητα και η Τζέση, (η σύζυγος) μένει μόνη και αβοήθητη, εγκλωβισμένη μέσα σε ένα δωμάτιο, μακριά από οποιοδήποτε, χωρίς να μπορεί κάποιος να ακούσει τις κραυγές της. Οι μέρες περνάνε και η έλλειψη νερού αρχίζει να γίνεται επικίνδυνη. Η Τζέση αρχίζει να έχει παραισθήσεις και τα βράδια νομίζει ότι βλέπει κάποιον να την επισκέπτεται, να την κοιτάει χωρίς να μιλάει και να τις ανοίγει μια βαλίτσα που κρατάει που μέσα έχει κομμένα δάχτυλα, αυτιά και μύτες ανθρώπων. Όταν τελικά δραπετεύει, ανακαλύπτει ότι ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν δημιούργημα της φαντασίας της. 

Δεν φαντάζεστε πόσες φορές ξυπνάω τα βράδια και χωρίς να αναπνέω προσπαθώ να ακούσω αν είναι κανείς άλλος στο δωμάτιο, ακίνητος και κρυμμένος στις σκιές που με παρακολουθεί. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό…

Μετά την Τρίτη λυκείου, είχα πολύ ελεύθερο χρόνο και τα βράδια κοιμόμουν πολύ αργά. Δεν ξέρω γιατί, αλλά για κάποιο λόγο καθόμουν και έβλεπα τα παιδιά της Νύχτας. Ελπίζω εξαιτίας της Ελεάννας και όχι του Κώστα. Όταν έπεφτα στο κρεβάτι, αργούσε να με πάρει ο ύπνος και σηκωνόμουν πολλές φορές για να πάω στην κουζίνα για να πιο νερό. Μια από αυτές τις φορές, καθώς πέρναγα την πόρτα του σαλονιού κάτι δεν μου πήγαινε καλά εκεί μέσα αλλά βαρέθηκα να πάω να δω τι ακριβώς.

Την άλλη μέρα το πρωί, ανακαλύψαμε ότι είχαν κλέψει και τους τρεις ορόφους της πολυκατοικίας μας, εκτός από τον δικό μας. Προφανώς, είδαν τα φώτα που άναψα όταν σηκώθηκα και έφυγαν. Είχαν ανοίξει όμως την μπαλκονόπορτα του σαλονιού και είχαν μπει μέσα. Στο μπαλκόνι είχαν δέσει το λάστιχο του ποτίσματος στα κάγκελα για να αναρριχηθούν εύκολα όταν έφευγαν. Από τότε είχα αρχίσει να έχω εφιάλτες ότι μπαίνουν ληστές στο σπίτι, το βράδυ ενώ κοιμάμαι.

4-5 χρόνια αργότερα, μπήκαν ξανά στο σπίτι μου διαρρήκτες, το πρωί όμως όταν δούλευα, παραβιάζοντας την κλειδαριά και κάνοντας μπουρδέλο το σπίτι. Παραδόξως όμως, τα πράματα που έκλεψαν ήταν μικρής αξίας, αλλά άξια λόγου:

  1. Μια φωτογραφική μηχανή
  2. Ένα laptop (ως εδώ πάμε καλά)
  3. DVD anime Neon Genesis Evangelion, Shaun of the Dead, Dog Soldiers, το box set του Sex and the City (μην ρωτάτε πως βρέθηκε στο σπίτι μου...)
  4. Ένα μηχανάκι χειρός που κάνει καφέ
  5. Μια χρησιμοποιημένη οδοντόπαστα
  6. Το μπολ με την ζάχαρη και όλα τα πλαστικά καλαμάκια (δεν κάνω πλάκα).

Αυτό που με πείραξε πιο πολύ ήταν η παραβίαση του σπιτιού μου. Ως τότε τον θεωρούσα ένα χώρο που μπορούσα να μπω μόνο εγώ και σε όποιων έδινα άδεια, αλλά κατάλαβα ότι τελικά μπορεί να μπει όποιος θέλει (ειδικά αν χρειάζονται έναν φραπέ με ζάχαρη επειγόντως)

Τα παραπάνω με συντάραξαν συθέμελα και οι εφιάλτες έγιναν συχνότεροι, σχεδόν μηνιαίοι. Η παραλλαγή είναι η ίδια. Εγώ κοιμάμαι και ξυπνάω στο όνειρο από την φασαρία των διαρρηκτών. Συνήθως τους απωθώ ρίχνοντας τους από το μπαλκόνι. Άλλες φορές τους πυροβολώ. Αλλά τις πιο πολλές φορές δεν είμαι τόσο γρήγορος και χάνω την μάχη. Το πρόβλημα είναι ότι πάντα στα όνειρα μου κινούμε με μεγάλη δυσκολία, και όταν θέλω να μιλήσω, με δυσκολία μπορώ να ανοίξω το στόμα μου και να αρθρώσω τις λέξεις. Θυμάμαι χαρακτηριστικά που είχα ξυπνήσει μέσα στο όνειρο μου και οι κλέφτες ήταν κρυμμένοι πίσω από τις κουρτίνες. Το κατάλαβα αμέσως γιατί έβλεπα τα παπούτσια τους. Τους εξόντωσα εύκολα, γιατί πίσω από την κουρτίνα ήταν η άκρη του μπαλκονιού.

Αν και στο όνειρο δεν μπορώ να μιλήσω, αυτά που θέλω να πω, τα λέω κανονικά στο ύπνο μου.. Συνήθως φωνάζω ‘Κλέφτες κλέφτες!’, αν και η Λυδία ισχυρίζεται ότι φωνάζω ‘Κλέφτες, κλέφτες, Λυδία πιάσ’τους!’. Φυσικά, αργότερα, της εξηγώ ότι της λέω να τους πιάσει γιατί τους έχω ήδη εξοντώσει, και όχι για κάποιο άλλο λόγο. Τις πρώτες φορές που προσπαθούσε να με ξυπνήσει από τον εφιάλτη, συνήθως φώναζα περισσότερο, όποτε από τότε με ξυπνάει πιο ομαλά, ανοίγει τα φώτα και μου λέει ότι έχει καλέσει ήδη την αστυνομία.

Το πρόβλημα με τους εφιάλτες αυτούς είναι ότι όταν ξυπνάω, το σκηνικό δεν αλλάζει. Πάλι είμαι στο ίδιο δωμάτιο, και πάλι έχω την αίσθηση ότι υπάρχουν κλέφτες. Δηλαδή δεν είμαι σίγουρος ότι έχω ξυπνήσει. Για την ακρίβεια δεν είμαι σίγουρος ότι πριν έβλεπε εφιάλτη. Έτσι, περιμένω κανά δεκάλεπτο, ακίνητος, να δω αν θα ακούσω τίποτα περίεργο (όπως η Τζέση στο Παιχνίδι του Τζέραλντ). Φυσικά πάντα ακούω κάτι, οπότε κάθομαι πιο ακίνητος - συσσωρεύοντας δυνάμεις για την επικείμενα μάχη σώμα με σώμα που θα επακολουθήσει και ταυτόχρονα σκέφτομαι τι να χρησιμοποιήσω σαν αυτοσχέδιο όπλο. Δυστυχώς το μόνο που έχω εύχερο στο κομοδίνο είναι το iphone  και μερικά κέρματα, και κανένα από τα δύο δεν θα φανούν ιδιαίτερα απειλητικά στους εισβολείς. Είναι κάτι τέτοιες στιγμές, που το Panic Room δεν μου φαίνεται τόσο άσχημη ταινία.

Τους έχω συνηθίσει πλέον τους εφιάλτες αυτούς, και είμαι σίγουρος ότι έχω πια εκπαιδευτεί για να αντιμετωπίσω τους διαρρήκτες με advanced μαθήματα υπνοπαιδείας.