Wednesday, 19 May 2010

Τζατζίκιας εναντίον της αδερφής με αίσθημα δικαίου

Καλήμερα φίλοι και φίλες. Σας κοινοποιώ ξεκαρδισμένος τη χτεσινή μου περιπέτεια.

Χτές το βράδυ, συναντήθηκα με έμα φίλο και έναν γνωστό του στο Θησείο για μπυρίτσα. Αφού ήπιαμε τις μπυρίτσες μας, σχολιάσαμε τα τρέχοντα, αποφασίσαμε οτι ο Χίτλερ μπορεί να ήταν σοσιαλιστής αλλα δεν ήταν πασόκος (ελαφρυντικό στοιχείο), καταλήξαμε οτι η ΟΤΕΝΕΤ ειναι η πιό αξιόπιστη και κρίναμε οτι τελικα το τσιγάρο προκαλεί εγκεφαλικά, πήραμε το δρόμο για το βρώμικο οπου θα παίρναμε για να φάμε σαν αξιοπρέπείς άνθρωποι το βρωμερό σάντουτς με χοιρινά καλαμάκια και καυτερή σάλτσα, η οποία κατα τον σαντουιτσά προκαλεί και αυξημένες επιδόσεις.


Αρχίσαμε να τρώμε σαν άνθρωποι τα σάντουιτς και κατευθυνθήκαμε προς το σταθμό του Μοναστηρακίου για να πάρουμε το τρένο του γυρισμού. Η ώρα ήταν πιά 00:00. Στάθηκα λοιπόν σαν κύριος στην άκρη της αποβάθρας προς το τελευταίο βαγόνι και άρχισα να τσιμπάω πατατούλες με καυτερή σάλτσα για να κορέσω την πείνα που με ενημέρωνε το στομάχι μου οτι είχα. Δεν πέρασαν 2 λεπτά και ήρθε μια security η οποία με ρώτησε αν ξέρω οτι απαγορεύεται να τρώω στην αποβάθρα. Απάντησα καταφατικά λέγοντας "Ναι" και συνέχισα να τρώω ανενόχλητος, αφού είχα λύσει την απορία της. Κατα τις 00:15 ήρθε ο συρμός.

Μόλις μπήκα στο τελευταίο βαγόνι, πήγα και έκατσα σε ένδειξη σεβασμού στο κυλικείο του βαγονιού, δηλαδή την τελευταία τετράδα καθισμάτων οπου καθόταν ενας θεοσεβούμενος νεαρός που τσάκιζε σουβλάκια. Έπειδή είμαι άνθρωπος πολιτισμένος, σε κάθε στάση διέκοπτα το δείπνο μου μέχρι να κάτσουν και να μετακινηθούν οι άνθρωποι, μη λερώσω και κανέναν, και αφού ξεκινούσε ο συρμός συνέχιζα. Αυτή η τέλεια, πολιτισμένη εικόνα κινδύνεψε να σπιλωθεί. Στο σταθμό της Ομόνοιας μπήκε ένα λιωσίδι (καμμένος), που έστριβε σα τζέτλεμαν το τσιγάρο του, και έκατσε στην απέναντι απο εμένα τετράδα. Το λιωσίδι αυτό έμελλε να παίξει καίριο λόγο στην ιστορία μας. Αφού ξεκίνησε ο συρμός, άρχισα να τρώω ξανά το σαντουιτς μου, το οποίο πια είχε φτάσει στη μέση του. Τότε συνέβη το εξής.

Άκουσα απο πίσω μου μια γυναίκα να μου λέει "Φιλε...". Απορημένος, γύρισα για να αντικρύσω αυτή που δεν την ήξερα, αλλα με είχε φίλο, αλλα αντ' αυτού αντίκρισα μια αδερφή με γυαλιά και σακκίδιο. Με ρώτησε λοιπόν αν αυτό που κάνω επιτρέπεται. Του απάντησα φυσιολογικά με ερώτηση, ποιό απ' όλα. Απάντησε λοιπον, ρωτώντας με αν το βρίσκω σωστό να τρώω μεσα στο συρμό. Του ειπα λοιπον οτι το βρίσκω σωστό, άλλωστε στις αποβάθρες σίγουρα απαγορεύεται. Η αδερφή, που είχε αρχίσει να γίνεται ερειστική, μου είπε οτι δε τη σέβομαι και οτι τον ενοχλεί. Φυσιολογικα την ρώτησα αν την ενοχλεί η μυρωδιά ή το να τρώω δίπλα της. Μου απάντησε οτι την ενοχλεί, και ζήτησα βεβαίως παλι τη διευκρίνιση αν την ενοχλεί η μυρωδιά ή το τρώγειν. Μου ειπε λοιπόν οτι την ανακατεύει να τρώω διπλά της. Να σημειωθεί οτι αυτό δεν ηταν ακριβές, εγώ καθόμουν και η αδερφή μπήκε και στάθηκε από πάνω μου σε εκείνο το διαχωριστικό που έχουν τα καθίσματα με τις μπάρες για να στηρίζεσαι, τεχνικά ήμουν από κάτω. Έτσι λοιπόν έκανα το διακανονισμό, "Άρα αν πας πιο πέρα, ή αν πάω να κατσω στη γωνία να φαω, δέ θα έχεις πρόβλημα" είπα. Η αδερφή που δε περίμενε ψυχρή λογική μπλόκαρε και είπε "αν ειναι κανένας άνθρωπος θα πει μια κουβέντα" και συνέχισε λέγοντας οτι δεν εχω ανατροφή, δεν έχω τρόπους και δε θα κάτσει να συζητήσει με τρελλούς. Του πρότερεινα λοιπόν να κάτσει στη διπλανή απο εμένα θέση για να μιλήσω εγώ μαζί του. Δεν έπιασε το υπονοούμενο και μου επανέλαβε οτι δέ θα κάτσει να συζητήσει με τρελλούς. Αποφάσισα λοιπον να του πώ ψέμματα και του είπα οτι δεν απαγορεύεται να τρώς μεσα στο βαγόνι. Έτσι η αδερφή με προκάλεσε και μου είπε "Θες να φερω εναν ελεγκτή να τον ρωτήσουμε;" Σκέφτηκα καλά αυτό που μου είπε, και του ειπα αψήφιστα"Ναι, φερε εναν να τον ρωτήσουμε". Η αδερφή πήγε και στάθηκε στην πόρτα, κοιτάζοντας σε κάθε στάση να βρεί κάποιον ελεγκτή για να τον φέρει να τον ρωτήσουμε.

Είχαμε φτάσει πιά στο σταθμό Αττικής. Το λιωσίδι που σας προανέφερα, βλέποντας την ευχέρεια λόγου που είχα μου έκανε την κρίσιμη ερώτηση αν ξέρω που πρέπει να κατέβει για να παει στο τέλος της Πατησίων. Μου έδωσε μια περιγραφή πως μόιάζει το μέρος εκεί αλλα δέ μου έκανε και ιδιαίτερη αίσθηση, οπότε τον ρώτησα που θέλει περίπου να πάει και μου είπε αποφασιστικά "Θέλω να παω στην Τιθώρα". Ευθύς αμέσως του είπα, πρέπει να κατέβεις στα Άνω Πατήσια, και πολύ χάρηκε το λιωσίδι. Επειδή όλη αυτή η υπόθεση άρχισε να κάνει το στομάχι μου να γουργουρίζει πάλι, άρχισα να τρώω το αντικειμενικά νόστιμο σαντουιτσάκι μου. Τότε η αδερφή, που δεν έβρισκε ελεγκτή, γύρισε και μου είπε "Τελικά είσαι γαϊδούρι" στο οποίο αποκρίθικα "Δε περιμένω να μάθω τρόπους απο εσένα". Κάγχασε το λιωσίδι και ο νεαρός που είχε πια φάει τα σουβλάκια του. Να σημειωθεί οτι η αδερφή δέν ασχολήθηκε μαζί του, κάτι που με κάνει να αναρωτιέμαι αν τελικά με γούσταρε ή λούλα. Μετά το χλευασμό η αδερφή είπε "Ένας μαλάκας, δύο μαλάκες, τρείς μαλάκες" δείχνοντας μας.

ΜΕΓΑ ΛΑΘΟΣ

Ολοκληρώνοντας τη φράση του έγιναν τα εξής δεινά. Πρώτον, στάθηκε με τεντωμένο το δείκτη του χεριού του σε στάση "no no no" προς τα εμένα και δεύτερον αποκάλεσε μαλακα το λιωσίδι μεσα στ' άλλα.



Αναπαράσταση
Είμαι γενικά ήρεμος και συγκρατημένος άνθρωπος, αλλά υπάρχουν μερικές κινήσεις και φράσεις κλειδιά που με εξοργίζουν. Έτσι, ελαφρώς ενοχλημένος του φώναξα οτι δε τον έβρισα και να μή μου προεκτείνει το δάχτυλο γιατί θα του το βάλω στον κώλο, όπως στον κώλο θα του βάλω και το σακκίδιο που φοράει την πλάτη, που στο κατω κατω απαγορεύεται να το φοράει μέσα στο συρμό, συμπληρώνοντας "μωρή πουστάρα". Το λιωσίδι ήταν λιγότερο συγκρατημένο και εμφανώς προσβεβλημένο και του είπε μεγαλοφώνως να το βουλώσει και να μή τον ενοχλεί, του είπε μερικές βρισιές που θα έκαναν και εμένα να κοκκινίσω αν δε τις έβρισκα άκρως δημιουργικές των οποίων η γενική κατάληξη ήταν ότι μετά "Θα χέζει από το λαρύγγι". Του σύστησε, εξίσου μεγαλοφώνως να κατέβει αυτή τη στιγμή από το συρμό. Η αδερφή σχεδόν δακρυσμένη κατέβηκε στα Κάτω Πατήσια και όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Εκτός από την αδερφή φυσικά.

Φτάσαμε στα Άνω Πατήσια. Το λιωσίδι μου είπε "Σε ευχαριστώ φίλε μου για την πληροφορία. Μη φοβάσαι τους τρελούς, υπάρχουν και πιο τρελοί" και κατέβηκε να πάει στην Τιθώρα. Χάρηκα από τα ευγενικά λόγια του, κυρίως επειδή με θεωρούσε φίλο του και όχι εχθρό του. Στο σάντουιτς είχαν μείνει 2 μπουκίτσες, αλλα επειδή είχα ψιλοχορτάσει τις τύλιξα στο χαρτί και τις κράτησα μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου. Κατέβηκα κύριος και λίγο παραπέρα τις έφαγα και αυτές και πέταξα το χαρτί και τις χαρτοπετσέτες στα σκουπίδια.

Το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας: "Μή κρίνεις, για να μή ΣΕ ΠΑΡΕΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ"

ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ