Είμαστε πλέον στην εποχή που όλοι έχουμε παίξει rpg. Ή τουλάχιστον στην εποχή
που όλοι μπορούμε να πούμε ψέματα και να καυχηθούμε ότι έχουμε παίξει rpg. Γιατί τώρα είναι της
μόδας τα rpg. Και όταν
λέω rpg εννοώ τα
επιτραπέζια παιχνίδια ρόλων.
Πράγμα που με εξοργίζει απίστευτα, γιατί όταν εγώ και η παρέα μου παίζαμε rpg στις αρχές του 90, το κάναμε με μεγάλο κίνδυνο και πολλές θυσίες.
Τότε όσοι έπαιζαν rpg τους περιθωριοποιούσαν. Ήταν
απόκληροι της κοινωνίας, αποβράσματα, που αντί να βγουν να διασκεδάσουν στην
Αυτοκίνηση, κλεινόντουσαν στο σπίτι με τους φίλους τους, και με το φως το
κεριών, φορώντας δερμάτινα και σκισμένα τζιν, άνοιγαν βιβλία με βλάσφημες
εικόνες και ιστορίες και παίζαν λέγοντας ιστορίες. Είχαν μακριά μαλλιά, δεν
κυνηγούσαν τα κορίτσια και άκουγαν και χέβυ μέταλ.
Όταν παίζαμε εμείς rpg, η κοινωνία μας είχε δακτυλοδεικτούμενος. «Ο γιος της κυρά
Μαρίας ξέρεις τι κάνει κάθε βράδι της Παρασκευής; Παίζει rpg με τον γιο
του κυρ Κώστα!» έλεγαν οι κουτσομπόλες γριές της γειτονίας. Η Παναγιωταρέα
έκανε εκπομπές και έλεγε ότι γίνονται σατανιστικές τελετές, και το χόλυγουντ
έβγαζε ταινίες με DMs που σκότωναν τους παίκτες τους στην πραγματικότητα! Και η
αλήθεια ήταν ότι όντως σκοτωνόμασταν μεταξύ μας. Είχαν χαλάσει πολλές φιλίες
εξαιτίας του rpg. Και
αυτές τις ιστορίες θέλω να σας διηγηθώ. Γιατί ήταν πολύ δύσκολο να είσαι roleplayer στις
αρχές του 90, όχι όπως τώρα που όλα είναι εύκολα και έχει ξεφτίσει η αίγλη του
να βρίσκεις ένα μια μαγική ασπίδα και να φοβάσαι να την πιάσεις γιατί μπορεί να
ήταν καταραμένη.
Όπως τότε που πέθανε ο παπάς του Μιχάλη από τον Χολαργό από
έναν γίγαντα γιατί νόμιζε ότι τον είχε. Μέρες πριν είχαν βρει μια μαγική
πανοπλία, breastplate of command,
που έδινε Χάρισμα +3. Ο Λουκάς ήθελε να έχει όλα τα μαγικά αντικείμενα που
βοηθάνε στην μάχη και η πανοπλία αυτή του ανέβαζε το armor class κατά
3, αλλά το Χάρισμα ήταν άχρηστο για τον Λουκά που ήταν πολεμιστής. Την πανοπλία
την ήθελα και ο παπάς της παρέας, γιατί με το Χάρισμα +3 μπορούσε να κάνει
καλύτερες προσευχές. Τσακώθηκαν οι δύο τους και τελικά ο Παπάς ο Μιχάλης τον
έπεισε τον Λουκά γιατί του είπε ότι με τις καλύτερες Προσευχές θα μπορεί να τον
γιατρεύει καλύτερα κατά την διάρκεια της μάχης. Φυσικά όταν πέθανε ο Παπάς από
τον γίγαντα ο Λουκάς δεν άργησε να σκεφτεί να πάρει την πανοπλία του από το
πτώμα του. Αλλά δυστυχώς το σκέφτηκε αφού τον είχαν θάψει και μετά έπρεπε να
τον ξεθάψουν. Και μέχρι να πεθάνει και ο Λουκάς (που δεν αργήσει να γίνει) είχε
κάθε βράδυ επισκέψεις από το πνεύμα του παπά που του έλεγε να του επιστρέψει
την πανοπλία και να τον θάψει πάλι. Φυσικά ο Λουκάς τον αγνοούσε αλλά δεν
κοιμόταν καλά τα βράδια και δεν γέμιζε με όλα τα χιτ πόιντς. Αλλά στα παπάρια
του.
Και δεν ήταν μόνο αυτό. Όταν πέθανε ο παπάς είχε μαζί του και ένα invisible mace +1. Και επειδή ήταν αόρατο, δεν το έβλεπαν οι αντίπαλοι και δεν μπορούσαν να τον αφοπλίσουν σχεδόν ποτέ. Το ήθελε και αυτό ο Λουκάς. Δύο μέρες έψαχνε στο πεδίο μάχης που είχε πεθάνει ο παπάς να το βρει, μέχρι που βαρέθηκε και τα παράτησε. Ήταν αόρατο, βλέπετε (no pun intended).
Και να σας πω και το άλλο για τον Λουκά και να σταματήσω να λέω για αυτόν ιστορίες γιατί μπορεί να τις διαβάσει και να θυμηθεί πόσο δύσκολο ήταν να παίζεις rpg το 90 και να προσπαθείς να εξηγήσεις στους γονείς που είχαν δει την εκπομπή της Παναγιωταρέας και ύστερα από ένα χρόνο να έχουν την απορία να μάθουν τι ακριβώς κάνεις στο σπίτι του Θανάση κάθε Παρασκευή βράδυ μέχρι τα ξημερώματα.
Ο Λουκάς, στην αρχή της καριέρας του (αλλά και μέχρι το τέλος της) ήθελε να είναι πολεμιστής στην κλάση και να σκοτώνει Ορκς. Μέχρι και ένα Ορκ που ειχε βρει να κοιμάται μόνο του είχε σφάξει στον ύπνο του. Το είχα βάλει εγώ σαν DM για να τους δώσει πληροφορίες. Ήταν καλό ορκ. Και το είχα βάλει να κοιμάται γιατί έτσι αβοήθητο ίσως να μην τον σκότωναν με την μια αλλά να το αιχμαλώτιζαν για να του πάρουν πληροφορίες. Αλλά όχι. Ό Λουκάς ήθελε να το σφάξει για να πάρει exp. Του άρεσε. Γιατί στην αρχή της καριέρας του, κάθε rpgας, δεν τον ενδιαφέρει να κάνει rp. Τον ενδιαφέρει να σφάζει και να παίρνει exp. Και πως θα σφάξει πιο αποτελεσματικά όταν είσαι πρώτο λέβελ και δεν έχεις βρει μαγικά αντικείμενα. Φτιάχνοντας έναν Παλαντίνο, αντί για Πολεμιστή. Και αγνοώντας φυσικά ότι ο Παλαντίνος έχει κάποιους κώδικες τιμής και συμπεριφοράς. Έτσι και ο Λουκάς το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να μπει σε μια ταβέρνα που μόλις είχε ξεσπάσει μεγάλος καυγάς. Ξεθηκαρώνει το σπαθί του να ορμήσει και να σφάξει, αλλά θυμάται αμέσως ότι είναι Παλαντίνος και αν κάνει μια τέτοια κακιά πράξη, θα θυμώσουν οι θεοί και θα χάσει την θεϊκή ιδιότητα του να ακουμπάει τον εαυτό του με τα χέρια του και να γιατρεύεται. Οπότε προτίμησε να αγνοήσει τον καυγά και να κάτσει ήσυχος σε ένα τραπέζι στην άκρη της ταβέρνας και να περιμένει να έρθει το γκαρσόνι. Αλλά αντί να έρθει το γκαρσόνι, του ήρθε μια αδειανή μποτίλια στο κεφάλι, και τότε είπε στο διάολο και μαγικά μου χέρια που γιατρεύουν τις πληγές και στο διάολο και οι κώδικες των Παλαντίνων και σηκώθηκε και τα έκανε όλα πουτάνα και έχασε και το Παλαντινιλίκι και έγινε ένας απλός Πολεμιστής αλλά του άρεσε καλύτερα έτσι γιατί μπορούσε να σφάζει χωρίς να χρειάζεται να περιμένει πότε θα του έρθει στο κεφάλι η άδεια μποτίλια.
Και δεν ήταν μόνο αυτό. Όταν πέθανε ο παπάς είχε μαζί του και ένα invisible mace +1. Και επειδή ήταν αόρατο, δεν το έβλεπαν οι αντίπαλοι και δεν μπορούσαν να τον αφοπλίσουν σχεδόν ποτέ. Το ήθελε και αυτό ο Λουκάς. Δύο μέρες έψαχνε στο πεδίο μάχης που είχε πεθάνει ο παπάς να το βρει, μέχρι που βαρέθηκε και τα παράτησε. Ήταν αόρατο, βλέπετε (no pun intended).
Και να σας πω και το άλλο για τον Λουκά και να σταματήσω να λέω για αυτόν ιστορίες γιατί μπορεί να τις διαβάσει και να θυμηθεί πόσο δύσκολο ήταν να παίζεις rpg το 90 και να προσπαθείς να εξηγήσεις στους γονείς που είχαν δει την εκπομπή της Παναγιωταρέας και ύστερα από ένα χρόνο να έχουν την απορία να μάθουν τι ακριβώς κάνεις στο σπίτι του Θανάση κάθε Παρασκευή βράδυ μέχρι τα ξημερώματα.
Ο Λουκάς, στην αρχή της καριέρας του (αλλά και μέχρι το τέλος της) ήθελε να είναι πολεμιστής στην κλάση και να σκοτώνει Ορκς. Μέχρι και ένα Ορκ που ειχε βρει να κοιμάται μόνο του είχε σφάξει στον ύπνο του. Το είχα βάλει εγώ σαν DM για να τους δώσει πληροφορίες. Ήταν καλό ορκ. Και το είχα βάλει να κοιμάται γιατί έτσι αβοήθητο ίσως να μην τον σκότωναν με την μια αλλά να το αιχμαλώτιζαν για να του πάρουν πληροφορίες. Αλλά όχι. Ό Λουκάς ήθελε να το σφάξει για να πάρει exp. Του άρεσε. Γιατί στην αρχή της καριέρας του, κάθε rpgας, δεν τον ενδιαφέρει να κάνει rp. Τον ενδιαφέρει να σφάζει και να παίρνει exp. Και πως θα σφάξει πιο αποτελεσματικά όταν είσαι πρώτο λέβελ και δεν έχεις βρει μαγικά αντικείμενα. Φτιάχνοντας έναν Παλαντίνο, αντί για Πολεμιστή. Και αγνοώντας φυσικά ότι ο Παλαντίνος έχει κάποιους κώδικες τιμής και συμπεριφοράς. Έτσι και ο Λουκάς το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να μπει σε μια ταβέρνα που μόλις είχε ξεσπάσει μεγάλος καυγάς. Ξεθηκαρώνει το σπαθί του να ορμήσει και να σφάξει, αλλά θυμάται αμέσως ότι είναι Παλαντίνος και αν κάνει μια τέτοια κακιά πράξη, θα θυμώσουν οι θεοί και θα χάσει την θεϊκή ιδιότητα του να ακουμπάει τον εαυτό του με τα χέρια του και να γιατρεύεται. Οπότε προτίμησε να αγνοήσει τον καυγά και να κάτσει ήσυχος σε ένα τραπέζι στην άκρη της ταβέρνας και να περιμένει να έρθει το γκαρσόνι. Αλλά αντί να έρθει το γκαρσόνι, του ήρθε μια αδειανή μποτίλια στο κεφάλι, και τότε είπε στο διάολο και μαγικά μου χέρια που γιατρεύουν τις πληγές και στο διάολο και οι κώδικες των Παλαντίνων και σηκώθηκε και τα έκανε όλα πουτάνα και έχασε και το Παλαντινιλίκι και έγινε ένας απλός Πολεμιστής αλλά του άρεσε καλύτερα έτσι γιατί μπορούσε να σφάζει χωρίς να χρειάζεται να περιμένει πότε θα του έρθει στο κεφάλι η άδεια μποτίλια.
Ήταν δύσκολο να παίζεις rpg το 90 και να έχεις φίλους. Το rpg το
90 είχε χαλάσει πολλές παρέες. Όπως τότε που ο DM ήταν ο
Μιχάλης, όχι αυτός από τον Χολαργό, ο άλλος, και είχε κάνει το λάθος να μας
δώσει πολύ ισχυρά όπλα από νωρίς στο campaign με αποτέλεσμα να σκοτώνουμε όλους τους εχθρούς του με
ευκολία πράγμα που τον εκνεύριζε γιατί έμοιαζε να είναι από αυτούς τους
ανήμπορους DM που δεν έχουν εξουσία πάνω στο παιχνίδι τους και οι παίκτες
κάνουν ότι θέλουν. Σκαρφίστηκε τότε ένα σατανικό σχέδιο για να μας κάνει να
χάσουμε τα μαγικά μας όπλα. Μας φώναξε λέει ο Βασιλιάς να μας μιλήσει, να μας
ευχαριστήσει για την προσφορά μας στο βασίλειο του και να μας δώσει και νέες
αποστολές. Εμάς κάτι δεν μας άρεσε σε όλο αυτό και δεν αργήσαμε να καταλάβουμε
το σχέδιο του όταν μας είπαν οι φρουροί του βασιλιά ότι για να τον δούμε πρέπει
να αφήσουμε τα όπλα μας, για λόγους ασφάλειας, στον προθάλαμο. Έγινε τις
πουτάνας. Μα τι λέτε, τι είναι αυτά τους λέγαμε. Είναι κειμήλιο της οικογένειας
μου έλεγε ο ένας, δεν το αποχωρίζομαι ποτέ, έλεγε ο άλλος, μου το δώρισε ο
πατέρας μου λίγο πριν πεθάνει φώναζε ο άλλος. Οι φρουροί ανένδοτοι. Μα τι θα
κάνουμε αν μπουν δολοφόνοι την ώρα που μιλάμε με τον Βασιλιά! Πως θα τον
προστατεύσουμε, λέγαμε. Οι φρουροί όχι μόνο δεν άλλαζαν τροπάριο, αλλά
παρεξηγήθηκαν και όλας, λέγοντας μας ότι αυτή είναι δικιά τους δουλειά, να τον
προστατέψουν, και όχι δικιά μας. Εκεί έγινε πάλι της πουτάνας γιατί τους λέγαμε
ότι και ποιανού δουλεία ήταν να σκοτώσουν τους νεκραναστημένους από το
νεκροταφείο, ή να διώξουν τους κλέφτες από τα ορυχεία. Ποιανού δουλεία ήταν να
σκοτώσουν τον βρικόλακα που είχε κρυφτεί στην σπηλιά πίσω από το εξοχικό του Βασιλιά;
Εμείς τα είχαμε κάνει αυτά, όχι οι φρουροί. Και τώρα μας λένε ότι αυτοί θα
προστατεύσουν τον Βασιλιά αν χρειαστεί, και όχι εμείς. Μαλακίες! Αλλά τελικά
επειδή δεν προχωρούσε η περιπέτεια και βαρεθήκαμε να τσακωνόμαστε με τον DM (που στο κάτω κάτω είναι μεγάλη
βλακεία να τσακώνεσαι με το DM)
πήγαμε με τα νερά του αλλά ήμασταν εμφανώς τσαντισμένοι και αφήσαμε να εννοηθεί
ότι θα του κάνουμε το campaign μπουρδέλο και θα ακολουθούμε ανορθόδοξους δρόμους και
γενικώς θα πρέπει να τα περιμένει όλα. Πήγαμε να δούμε τον Βασιλιά και πιστέψτε
με, δεν μας έκανε καθόλου εντύπωση όταν μετά από λίγο, από την πόρτα που
μπήκαμε άρχισαν να μπαίνουν καπνοί και καταλάβαμε ότι στο άλλο δωμάτιο, στο
δωμάτιο που είχαμε αφήσει τα μαγικά μας όπλα, είχε αρπάξει φωτιά. Ο Βασιλιάς φώναξε
πως για να σωθούμε πρέπει να πηδήξουμε από το μπαλκόνι κάτω στο ποτάμι και τα
λοιπά και τα λοιπά. Ε, τον πετάξαμε στο ποτάμι τον βασιλιά, και εμείς πήγαμε
στο φλεγόμενο δωμάτιο να πάρουμε τα σπαθιά μας. Προσπαθήσαμε να συνθηκολογήσουμε
με τον DM. Του το
κάναμε ξεκάθαρο ότι χωρίς τα σπαθιά δεν φεύγουμε, αυτός μας απείλησε με Ολικό
Θάνατο της Ομαδας (Ο.Θ.Ο.) ε και στο τέλος πηδήξαμε και εμείς στο ποτάμι και τα
σπαθιά μας δεν τα ξαναείδαμε ποτέ. Ήταν δύσκολο να παίζεις rpg το 90, και
με τον Μηχάλη DM, εγώ
προσωπικά δεν ξαναέπεξα ποτέ.
Αλλά και με τον Σπύρο που έπαιξα δεν είχα καλύτερες εμπειρίες. Παίζαμε Shadowrun και είχε σκαρφιστεί μια φοβερή ενέδρα. Περπατάγαμε έναν διάδρομο σε κάποιο complex και οι εχθροί ήταν σε ένα δωμάτιο πίσω από μια πόρτα. Δεν μπορούσαμε να τους πυροβολήσουμε από έξω, έπρεπε να μπούμε μέσα. Αλλά αυτοί, είμασταν σίγουροι, θα είχαν οχυρωθεί πίσω από τραπέζια και ποιος ξέρει τι, θα είχαν φοβερό πλεονέκτημα στα ζάρια ενώ εμείς θα είχαμε μειονέκτημα. Συν ότι μέχρι να μπούμε από την πόρτα θα είχαν οι εχθροί έναν έξτρα γύρω δώρο! Ο Σπύρος ήταν πολύ περίφανος για το σχέδιο του και μας άφηνε να συζητάμε την τακτική μας έχοντας ένα χαμόγελο στο στόμα του. Μέχρι που είπα την σκέψη μου, να ρίξω μια χειροβομβίδα μέσα από την πόρτα. Δεν ήταν πολύ δύσκολο, μπορούσα απλά να πλησιάσω και να την αφήσω να τσουλήσει μέσα. Αλλά φυσικά κατι τέτοιο δεν άρεσε καθόλου στον Σπύρο. Με μια απλή κίνηση του κατέστρεφα σχέδια που είχε σπαταλήσει ένα ολόκληρο απόγευμα για να καταστρώσει (στο μυαλό του). Όχι, μου έλεγε, πρέπει να ρίξεις ζάρι και μάλιστα επειδή η πόρτα είναι μισόκλειστη πρέπει να έχεις και ένα σημαντικό πέναλτι στην ζαριά, μου έλεγε. Και μάλιστα για να δικαιολογήσει όλο αυτό το φιάσκο τόλμησε να αναφέρει και κάτι περί τριγωνομετρίας. Ο χαρακτήρας μου, επαγγελματίας δολοφόνος, εξπέρ στην χρήση όλων τον συμβατικών αυτόματων, τυφεκίων, και περιστρόφων, φαινόταν ότι θα είχε σημαντικό πρόβλημα να ρίξει μια χειροβομβίδα μέσα από μια πόρτα. Έριξα τα ζάρια, και παρά τα σημαντικά πέναλτι, έφερα την ζαριά, η χειροβομβίδα πέρασε την πόρτα, έσκασε μέσα στο δωμάτιο με εκκωφαντικό θόρυβο, αλλά όταν μετά μπήκαμε να δούμε τα πτώματα, δεν βρήκαμε τίποτα. Ο Σπύρος, o DM, με στυλ αυτοθαυμασμού μας εξήγησε ότι μέχρι να ρίξω την χειροβομβίδα οι εχθροί το έσκασαν από μια τρύπα (?) στο πάτωμα σαν αυτές που έχουν στο δρόμο για τους υπονόμους. Ήταν δύσκολο να παίζεις rpg το 90 και να κρατάς τις φιλίες σου σε ένα υγιές επίπεδο. Με το Σπύρο για DM, δεν έπαιξα ποτέ ξανά από τότε πάντως.
Αλλά και σαν παίκτης ο Σπύρος, ήταν δύσκολος. Τους τρέλαινε τους GMs. Είχε σπουδάσει κάτι σε σχέση με την ακουστική σε εργοστασιακούς χώρους(ποτέ δεν κατάλαβα τι ακριβώς) και είχε το συνήθειο την εξειδικευμένη αυτή γνώση να την μεταλαμπαδεύσει στους χαρακτήρες που έπαιζε. Δηλαδή ο Βάρβαρος που δεν είχε ποτέ του ξεμυτίσει από το χωριό του, με το 09 intelligence, ήξερε πώς να χρησιμοποιεί την ανάκλαση του ήχου για να μπερδεύει τους σιωπηλούς δολοφόνους που τον ακολουθούσαν. Το αποκορύφωμα ήταν όταν με DM τον Φόντα, η ομάδα είχε μπει σε μια σπηλιά. Στην ουσία μας είχε παρασύρει εκεί ο DM. Ενέδρα δηλαδή. Και οι εχθροί που παραμόνευαν, με κάποιο ξόρκι έσβησαν τους πυρσούς μας και δεν βλέπαμε τίποτα. Όχι όλοι βέβαια. Γιατί ο χαρακτήρας του Σπύρου δεν χρειαζόταν την όραση του για να βλέπει, όοοοχι. Ύστερα από ένα μαρτυρικό μισάωρο, και χρησιμοποιώντας όρους ακουστικής από το διδακτορικό του, ο Σπύρος μας εξήγησε πως χρησιμοποιώντας της σκληρές επιφάνειες μιας θεοσκότεινης σπηλιάς και τον ήχο που αντανακλάτε σε αυτές, όχι μόνο μπορεί κανείς να κατευθυνθεί με ασφάλεια και άνεση, αλλά και να εξουδετερώσει όλους τους εχθρούς που νόμιζαν ότι θα μας έπιαναν στα πράσα. Ύστερα από αυτό, ορκιστήκαμε να ξεχωρίζουμε μεταξύ στην Γνώση του Παίκτη και στην Γνώση του Χαρακτήρα. Και νομίζω μερικοί DMs ορκίστηκαν να μην ξαναπαίξουν με τον Σπύρο σαν Παίκτη.
Δεν θα πρέπει να ξεχάσω βέβαια και τον Γιάννη τον Κρητικό. Τον DM που είχε μεγαλόπνοα σχέδια για το DnD campaign του, αλλά σκόνταφτε πάντα στο μικρό μυαλό των παικτών. Όπως τότε που ήθελε με έμμεσο τρόπο να μας κάνει foreshadowing ότι το χωριό που μέναμε είχε μολυνθεί από doppelgangers, μια ράτσα πλασμάτων που παίρνουν την μορφή όποιου θέλουν. Στην αρχή μας έλεγε για μια όμορφη κοπέλα που μπήκε στο πανδοχείο με μια κόκκινη κάπα και μετά βγήκε με μια πράσινη. Ε, σιγά σκεφτήκαμε, θα άλλαξε ρούχα. Μετά μας περιέγραψε πως ξαναβγήκε με την κόκκινη κάπα της. Ε ωραία, σκεφτήκαμε σαν παίκτες, θα μπήκε να την πάρει γιατί μάλλον πήρε λάθος κάπα και εμείς δεν την είδαμε να μπαίνει την δεύτερη φορά. Σίγουρα ο Γιάννης θα τράβαγε τα αρχίδια του εκείνη την ώρα με αυτά που άκουγε. Μετά από ένα σημείο παραιτήθηκε από την προσπάθεια να είναι διακριτικός σχετικά με τους dopplegangers και μας περιέγραψε πως η ίδια κοπέλα εμφανίστηκε στο οπτικό μας πεδίο ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικά σημεία. Για τα επόμενα 2-3 σέσσιονς όχι μόνο ήμασταν σίγουροι ότι είχε δίδυμη αδερφή, αλλά σκεφτόμασταν και τρόπους να το εκμεταλλευτούμε. Ήταν δύσκολο να παίζεις rpg το 90, και ο Γιάννης αρνήθηκε να ξαναπαίξει μαζί μας ως DM. Αλλά έπαιξα σαν παίκτης. Για λίγο γιατί βρεθήκαμε σε μια υπόγεια κατακόμβη και ανοίξαμε μια παγιδευμένη πόρτα που ανατινάχτηκε (έκανα fail το spot trap) και πέθαναν σχεδόν όλοι ακαριαία, και ξενερώσαμε και σταματήσαμε το campaign εκεί έτσι για να τιμωρήσουμε τον DM (δεν είχαμε άλλο τρόπο τιμωρίας), τον Θανάση τον Εψιλονεννιά. Ο Γιάννης ο Κριτικός, ύστερα από το φιάσκο με τους Doppelgangers, παράτησε το DnD και το έριξε στο Magic: The Gathering για ένα διάστημα και μετά έπεσε και σε πιο σκληρά ναρκωτικά, στο World of Warcraft δηλαδή, αλλά αυτό ήταν χρόνια μετά, το 2004.
Αλλά και με τον Σπύρο που έπαιξα δεν είχα καλύτερες εμπειρίες. Παίζαμε Shadowrun και είχε σκαρφιστεί μια φοβερή ενέδρα. Περπατάγαμε έναν διάδρομο σε κάποιο complex και οι εχθροί ήταν σε ένα δωμάτιο πίσω από μια πόρτα. Δεν μπορούσαμε να τους πυροβολήσουμε από έξω, έπρεπε να μπούμε μέσα. Αλλά αυτοί, είμασταν σίγουροι, θα είχαν οχυρωθεί πίσω από τραπέζια και ποιος ξέρει τι, θα είχαν φοβερό πλεονέκτημα στα ζάρια ενώ εμείς θα είχαμε μειονέκτημα. Συν ότι μέχρι να μπούμε από την πόρτα θα είχαν οι εχθροί έναν έξτρα γύρω δώρο! Ο Σπύρος ήταν πολύ περίφανος για το σχέδιο του και μας άφηνε να συζητάμε την τακτική μας έχοντας ένα χαμόγελο στο στόμα του. Μέχρι που είπα την σκέψη μου, να ρίξω μια χειροβομβίδα μέσα από την πόρτα. Δεν ήταν πολύ δύσκολο, μπορούσα απλά να πλησιάσω και να την αφήσω να τσουλήσει μέσα. Αλλά φυσικά κατι τέτοιο δεν άρεσε καθόλου στον Σπύρο. Με μια απλή κίνηση του κατέστρεφα σχέδια που είχε σπαταλήσει ένα ολόκληρο απόγευμα για να καταστρώσει (στο μυαλό του). Όχι, μου έλεγε, πρέπει να ρίξεις ζάρι και μάλιστα επειδή η πόρτα είναι μισόκλειστη πρέπει να έχεις και ένα σημαντικό πέναλτι στην ζαριά, μου έλεγε. Και μάλιστα για να δικαιολογήσει όλο αυτό το φιάσκο τόλμησε να αναφέρει και κάτι περί τριγωνομετρίας. Ο χαρακτήρας μου, επαγγελματίας δολοφόνος, εξπέρ στην χρήση όλων τον συμβατικών αυτόματων, τυφεκίων, και περιστρόφων, φαινόταν ότι θα είχε σημαντικό πρόβλημα να ρίξει μια χειροβομβίδα μέσα από μια πόρτα. Έριξα τα ζάρια, και παρά τα σημαντικά πέναλτι, έφερα την ζαριά, η χειροβομβίδα πέρασε την πόρτα, έσκασε μέσα στο δωμάτιο με εκκωφαντικό θόρυβο, αλλά όταν μετά μπήκαμε να δούμε τα πτώματα, δεν βρήκαμε τίποτα. Ο Σπύρος, o DM, με στυλ αυτοθαυμασμού μας εξήγησε ότι μέχρι να ρίξω την χειροβομβίδα οι εχθροί το έσκασαν από μια τρύπα (?) στο πάτωμα σαν αυτές που έχουν στο δρόμο για τους υπονόμους. Ήταν δύσκολο να παίζεις rpg το 90 και να κρατάς τις φιλίες σου σε ένα υγιές επίπεδο. Με το Σπύρο για DM, δεν έπαιξα ποτέ ξανά από τότε πάντως.
Αλλά και σαν παίκτης ο Σπύρος, ήταν δύσκολος. Τους τρέλαινε τους GMs. Είχε σπουδάσει κάτι σε σχέση με την ακουστική σε εργοστασιακούς χώρους(ποτέ δεν κατάλαβα τι ακριβώς) και είχε το συνήθειο την εξειδικευμένη αυτή γνώση να την μεταλαμπαδεύσει στους χαρακτήρες που έπαιζε. Δηλαδή ο Βάρβαρος που δεν είχε ποτέ του ξεμυτίσει από το χωριό του, με το 09 intelligence, ήξερε πώς να χρησιμοποιεί την ανάκλαση του ήχου για να μπερδεύει τους σιωπηλούς δολοφόνους που τον ακολουθούσαν. Το αποκορύφωμα ήταν όταν με DM τον Φόντα, η ομάδα είχε μπει σε μια σπηλιά. Στην ουσία μας είχε παρασύρει εκεί ο DM. Ενέδρα δηλαδή. Και οι εχθροί που παραμόνευαν, με κάποιο ξόρκι έσβησαν τους πυρσούς μας και δεν βλέπαμε τίποτα. Όχι όλοι βέβαια. Γιατί ο χαρακτήρας του Σπύρου δεν χρειαζόταν την όραση του για να βλέπει, όοοοχι. Ύστερα από ένα μαρτυρικό μισάωρο, και χρησιμοποιώντας όρους ακουστικής από το διδακτορικό του, ο Σπύρος μας εξήγησε πως χρησιμοποιώντας της σκληρές επιφάνειες μιας θεοσκότεινης σπηλιάς και τον ήχο που αντανακλάτε σε αυτές, όχι μόνο μπορεί κανείς να κατευθυνθεί με ασφάλεια και άνεση, αλλά και να εξουδετερώσει όλους τους εχθρούς που νόμιζαν ότι θα μας έπιαναν στα πράσα. Ύστερα από αυτό, ορκιστήκαμε να ξεχωρίζουμε μεταξύ στην Γνώση του Παίκτη και στην Γνώση του Χαρακτήρα. Και νομίζω μερικοί DMs ορκίστηκαν να μην ξαναπαίξουν με τον Σπύρο σαν Παίκτη.
Δεν θα πρέπει να ξεχάσω βέβαια και τον Γιάννη τον Κρητικό. Τον DM που είχε μεγαλόπνοα σχέδια για το DnD campaign του, αλλά σκόνταφτε πάντα στο μικρό μυαλό των παικτών. Όπως τότε που ήθελε με έμμεσο τρόπο να μας κάνει foreshadowing ότι το χωριό που μέναμε είχε μολυνθεί από doppelgangers, μια ράτσα πλασμάτων που παίρνουν την μορφή όποιου θέλουν. Στην αρχή μας έλεγε για μια όμορφη κοπέλα που μπήκε στο πανδοχείο με μια κόκκινη κάπα και μετά βγήκε με μια πράσινη. Ε, σιγά σκεφτήκαμε, θα άλλαξε ρούχα. Μετά μας περιέγραψε πως ξαναβγήκε με την κόκκινη κάπα της. Ε ωραία, σκεφτήκαμε σαν παίκτες, θα μπήκε να την πάρει γιατί μάλλον πήρε λάθος κάπα και εμείς δεν την είδαμε να μπαίνει την δεύτερη φορά. Σίγουρα ο Γιάννης θα τράβαγε τα αρχίδια του εκείνη την ώρα με αυτά που άκουγε. Μετά από ένα σημείο παραιτήθηκε από την προσπάθεια να είναι διακριτικός σχετικά με τους dopplegangers και μας περιέγραψε πως η ίδια κοπέλα εμφανίστηκε στο οπτικό μας πεδίο ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικά σημεία. Για τα επόμενα 2-3 σέσσιονς όχι μόνο ήμασταν σίγουροι ότι είχε δίδυμη αδερφή, αλλά σκεφτόμασταν και τρόπους να το εκμεταλλευτούμε. Ήταν δύσκολο να παίζεις rpg το 90, και ο Γιάννης αρνήθηκε να ξαναπαίξει μαζί μας ως DM. Αλλά έπαιξα σαν παίκτης. Για λίγο γιατί βρεθήκαμε σε μια υπόγεια κατακόμβη και ανοίξαμε μια παγιδευμένη πόρτα που ανατινάχτηκε (έκανα fail το spot trap) και πέθαναν σχεδόν όλοι ακαριαία, και ξενερώσαμε και σταματήσαμε το campaign εκεί έτσι για να τιμωρήσουμε τον DM (δεν είχαμε άλλο τρόπο τιμωρίας), τον Θανάση τον Εψιλονεννιά. Ο Γιάννης ο Κριτικός, ύστερα από το φιάσκο με τους Doppelgangers, παράτησε το DnD και το έριξε στο Magic: The Gathering για ένα διάστημα και μετά έπεσε και σε πιο σκληρά ναρκωτικά, στο World of Warcraft δηλαδή, αλλά αυτό ήταν χρόνια μετά, το 2004.
Τα 90ς επίσης στιγματίστηκαν και από ένα άλλο δυσάρεστο
γεγονός. Ήταν η δεκαετία που κάποιοι Αθηναίοι rpgάδες, ζήλεψαν από τους Αμερικάνους
και θέλανε να παίξουμε Vampire:
The Masquarade στους
δρόμους της Αθήνας, Live Action Role Playing δηλαδή, και είχαν ντυθεί με καμπαρτίνες και περπάταγαν στην
Αλεξάνδρας για να βρουν τους NPC,
άλλους παίκτες βαλτούς από τους GM για να τους δώσουν πληροφορίες και στοιχεία για να πάνε σε
κάποιο άλλο μέρος και να συναντήσουν το GM και να τους πει τι πρέπει να κάνουν,
αλλά τους είδαν οι αστυνόμοι και τους πήγαν στο τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων
και γενικά ήταν πολύ δύσκολο να παίζεις rpg τότε, σε κυνηγούσε μέχρι και η
αστυνομία.