-Έλα ρε Ανδρέα, τι γίνεσαι: (σημ.: Ανδρέας; σιδηροκολλητής της εταιρείας που επέστρεψε από εργοτάξιο σε απομακρυσμένο νησί)
-Άσε...
-Πως είναι εκεί στο νησί;
-Έχει πολλά κατσίκια. Σκότωσα και ένα; (σημ.: για να το φάει)
-Πως;
-Με ένα ξύλο.
-Τι; Το βασάνισες ρε!
-Όχι ρε μη την μια έπεσε κάτω. Δεν είχα και μαχαίρι να του κόψω το λαιμό. Έφερα τσεκούρι από το αμάξι.
(αμήχανη σιγή, και μετά προσθέτει)
-Αλλά ήταν γεμάτο τσιμπούρια από κάτω. Το άφησα.
-Τι άλλα νέα από το νησί;
-Άσε, γαμηθήκαμε!
-... γιατί;
-Κολλάμε εκεί, και μαστουρώνουμε με το *ακαταλαβίστικη ονομασία υλικού*.
-"Καλάι";
-Όχι, *ακαταλαβίστικη ονομασία υλικού*. Βγάζει καπνούς, και μαστουρώνουμε ενώ κολλάμε. Αν το αναπνέεις, δεν κάνεις και παιδιά.
(αμήχανη σιγή, και μετά προσθέτει)
-Αλλά δεν με νοιάζει!
-Α, έχεις παιδιά;
-Ναι, δύο με την γυναίκα, και δύο εξώγαμα.
(αμήχανη σιγή και μετά προσθέτει κοιτώντας το πάτωμα)
-Όλοι κάνουμε λάθη...