Thursday 16 October 2014

Ο Μανόλης ο λοχίας

Άργησα να πάω στρατό. Όταν πήγα ήμουν ήδη 25 χρονών σε αντίθεση με τους περισσότερους που ήταν 18. Αυτό ήταν πρόβλημα.

Ήθελα η θητεία μου να περάσει όσο γίνεται πιο ήρεμα. Μου άρεσε όταν είχα ελεύθερο χρόνο να διαβάζω κανένα fantasy βιβλίο, στις εξόδους μου να κάθομαι σε κανένα νετ καφέ και να χαζεύω στο δίκτυο και τα βράδια να κοιμάμαι όσο πιο νωρίς μπορούσα και να ξυπνάω όσο πιο αργά γινόταν. Φυσικά οι άλλοι είχαν εντελώς διαφορετικές απόψεις. Στο ελεύθερο χρόνο τους θελαν να φωνάζουν και να ρίχνουν φάπες ο ένας στον άλλο. Τα βράδια θελαν να κοιμηθούν όσο πιο αργά μπορούσαν ή ακόμα καλύτερα να την κάνουν σκαστοί για να πάνε σε κανένα κλαμπ (Που; Στην Λήμνο! Έλα Χρηστέ και Παναγιά). Στις αρχές όταν με έβλεπαν να διαβάζω το Game of Thrones τους ερέθιζε. «Γιατί διαβάζεις βιβλία;» με ρωτούσαν στην αρχή. Και αργότερα δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι το διάβαζα στα αγγλικά. «Και καταλαβαίνεις αυτά που διαβάζεις;». Αυτή ήταν ίσως και η πιο ηλίθια ερώτηση που έχω ακούσει ποτέ.

Αλλά ξεφεύγω από το θέμα. Για τον λοχία τον Μανόλη ήθελα να σας μιλήσω. Ο Μανόλης ήταν και αυτός συνομήλικος μου, αλλά είχε το πλεονέκτημα ότι τον έκαναν λοχία όταν καταταχτήκαμε. Το πιο εκνευριστικό πάνω του, ήταν το χαρακτηριστικό του χαμόγελο. Το είχε συνέχεια. Ένα χαμόγελο ειρωνικό. Σαν να ξέρει κάτι για σένα και να το κρύβει. Ή σαν να θέλει να πει ότι του έχουν έρθει όλα τέλεια στη ζωή για αυτό και χαμογελάει. Μέσα μου το είχα ονομάσει “Shit eating grin”, γιατί ήμουν σίγουρος ότι ακόμα και αν τον έβαζαν να φάει σκατά, αυτό το χαμόγελο θα είχε. Γούσταρε την θητεία αυτός. Είχε το πάνω χέρι βλέπεται. Ήταν λοχίας και όλοι τον έγλυφαν για να μην τους βάζει σε αγγαρείες ή για να τους βάζει σκοπιές σε εύκολα νούμερα. Είχε αποκτήσει μια μικρή εξουσία στον θάλαμο για τον λόγο αυτό και προφανώς το απολάμβανε. Το έπαιζε πολυάσχολος και όταν τον ρωτάγαμε τι νούμερο ήμασταν για να ξέρουμε εκ των προτέρων (πριν τα αναρτήσει) μας το έπαιζε ιστορία. Είχα υποπτευθεί ότι δεν μας τα έλεγε για να μπορεί να κάνει αλλαγές και να βολεύει τους «φίλους» του ή για να αποκτάει πατήματα. Όταν τον ρώταγα, μου έλεγε πάντα, στα αγγλικά, «We shall see!» ενώ ταυτόχρονα είχε και αυτό το χαμόγελο. Και ήταν παράξενο να ακούς αυτήν την λονδρέζικη φράση από το στόμα του. Δεν ξέρω από πού την άκουσε και την έκλεψε, αγγλικά δεν πρέπει να ήξερε καλά, ότι είχε μάθει από τις χολιγουντιανές ταινίες. Όταν τον άκουγα να το λέω, ήταν σαν να έβλεπα έναν βλάχο να φοράει παπιγιόν.

Η κοπέλα του, μου είχε εκμυστηρευτεί κάποτε, σπούδαζε σε κάποια αστυνομική σχολή. Πρέπει να είχε κάποιο σύμπλεγμα εξουσίας. Θα γινόταν αστυνομικίνα αυτή, αυτός έγινε Λοχίας και προσπαθούσε να μέσω της παροδικής εξουσίας που απέκτησε να … δεν ξέρω, αν ήμουν ψυχολόγος κάποιο ψυχολογικό κόμπλεξ θα έβρισκα ότι ικανοποιούσε.

Ακόμα και τώρα θυμάμαι διάφορους διάλογους που είχα ακούσει με τον Μανόλη και διάφορους φαντάρους. Δεν θυμάμαι που έγιναν ή ποιοι ήταν οι άλλοι που του μίλαγαν, αλλά θυμάμαι χαρακτηριστικά πως πήγαινε ο διάλογος. Όπως θα δείτε δεν ήταν και δύσκολος να τον απομνημονεύσω.

«Μανόλη, ο Κώστας δεν έχει πρόβλημα, μπορούμε να αλλάξουμε νούμερα μεταξύ μας;»
«We shall see…”

«Μανόλη αύριο θέλω να δω ποδόσφαιρο, γίνεται να μη με βάλεις υπηρεσία σήμερα;»
«We shall see…»

«Μανόλη, αύριο έχω γενέθλια, μπορώ να έχω έξοδο;»
«We shall see…»


Κανείς δεν τον πήγαινε. Αλλά όλοι του έκαναν τα γλυκά μάτια και πήγαιναν με τα νερά του, μπας και γλιτώσουν καμία αγγαρεία. Όσο για εμένα, μετά από μια δύο φορές, είχα πάψει να ασχολούμαι. Μπορεί, εν τέλει, να του το ζητούσα να μου έκανε την διευκόλυνση. Αλλά ήταν σαν να κάνεις συμφωνία με τον διάβολο. Αλλά δεν ήταν αυτό το χειρότερο. Ήταν θα άκουγα αυτή τη φράση.

Μέχρι που απολύθηκα. Έχω αρκετές ωραίες και αστείες ιστορίες να διηγηθώ από αυτό το διάστημα, αλλά όχι τόσες όσες τα βιβλία που διάβασα.

Πέντε χρόνια μετά, ένα πρωί, είχα αργήσει να πάω στην δουλεία και αυτό γιατί δεν έβρισκα θέση να παρκάρω. Με το που βγαίνω από το αμάξι και κλείνω την πόρτα, ακούει μια φωνή να φωνάζει το όνομα μου. Κατάλαβα ποιος ήταν από το χαμόγελο του. Το επίθετο του, ακόμη και τώρα δεν το θυμάμαι. Μια κοίταγε το αμάξι, μια εμένα. Άρχισε να μου μιλάει εγκάρδια. Σαν να έβλεπε έναν παλιό του φίλο. Εγώ τον κοιτούσα με βαριεστημένο ύφος, αλλά ή δεν το κατάλαβε ή δεν τον ένοιαζε. Δεν τον είχα ρωτήσει, ήθελα να ξεμπερδεύω για να μην αργήσω περισσότερο στο γραφείο, αλλά παρόλα αυτά θεώρησε σκόπιμο να με ενημερώσει για την πορεία της ζωής του. Δεν θυμάμαι τι μου έλεγε, πέρα από το ότι παντρεύτηκε και ότι δούλευε σε κάποιο ασφαλιστικό γραφείο.

«Μισό λεπτό Νίκο!». Κατάλαβε ότι η συζήτηση δεν είχε πολύ χρόνο ζωής ακόμα (και εγώ κατάλαβα ότι τώρα θα εξηγηθεί ο λόγος του τόσο εγκάρδιου χαιρετισμού. Ο μικρός μονόλογος του, τώρα θα κορυφωθεί σε μια ύστατη προσπάθεια να… τι; Ποιο είναι το end game του;
«Να σου δώσω την κάρτα μου! Αν σε ενδιαφέρει κάποια πολύ φθηνή ασφάλεια να με πάρεις τηλέφωνο!»

Αχα! Έπρεπε να το περιμένω.

«We shall see…», του απαντάω ενώ ταυτόχρονα τσαλάκωσα και πέταξα την κάρτα του χωρίς να το κρύψω.

Και για πρώτη φορά κατάφερα να μιμηθώ στην εντέλεια το γαμημένο χαμόγελό του.