Thursday, 21 July 2016

Με την τσέπη γιομάτη δεκαρούλες

Με την τσεπη γιοματη δεκαρουλες να κουδουνιζουν στην τσεπη, κατεβαινα τη δημοσιά και μετα το μπακαλικο του κυρ Νικολα, εμπαινα στην ιδρωμενη δροσια του ισογειου διπλα στον καφενε. Τα ρουθουνια μου εγεμιζαν παιδικη ιδρωτιλα και τα αυτια μου ηχους πνιχτους απο ενα χαρουμενο μακρυνο πολεμο. Σε μιαγωνια ο Σακης επαλευε με το μοχλι του πακμαν και προσπαθουσε να φαει ουλα τα κουλουρια που του δινε ο λαβυρινθος. Στην αλλη μερια ο Μιχαλακης ο Ζουρνας που χε τον τρελο τον αδερφο που σκοτωνε τζιτζικια, μαζευε τις βομβες του Μπομπτζακ που χαν βαλει οι μπολσεβικοι σ ολα τα αρχαια μνημεια. "Προσεχε μη γκρεμισεις την ακροπολη" του εφωναζε ο κυρ-Μενιος που εκαθοταν σε μια πλαστικια καρεγλα και εμετραγε τα ψιλα που του διναμε για να μας τα καμει δεκαρικα.

Κι οταν καμια φορα εφευγε απο τον ισκιο και πηγαινε στον καφενε παραδιπλα να του φτιασει ενα 'γλυκυ βραστον' εβγανε ο Μεμος, το κωλοπαιδο, μια χοντρη κιτρινη πετονια απο την κωλοτσεπη και την εχωνε στην κατω σχισμαδα για να γαργαλησει τα σωθικα της κερματαποδοχης για να παιξει τσαμπα! Διπλα του ο Παναης που ηταν 18 χρονωνε κι επαιζε εκεινο που πολεμας με ενα μαμουνι να πας γυρωγυρω μια εικονα για να δεις τα βυζια μιας ζωγραφισμενης γιαπωνεζας και σε κυνηγανε κατι μπιληδες και κατι σκαρκαμπιθρες χρωματιστες. Δεν εμιλαε πολυ αυτουνο το παιδι. Ηταν σιωπηλο και τα βραδυα εμυριζε σαν ποδι η ανασα του κι ηταν το βλεμμα του θολο σαν νερο απο το λιμανι.


Εβγαλα κι εγω ενα κατοσταρι απο την τσεπη και λογαριαζα τα εξοδα. Θα παιξω ενα Εξέρηον και μετα δυο παιχνιδια με τους καμποηδες και την τραπεζα που εισαι ο σεριφης και ΜΠΑΝ ΜΠΑΝ ΜΠΑΝ σκοτωνεις τους λησταρχους σαν μπουκαρουν στο μαγαζι και θα μου μεινουν και λεφτα να παρω μια γκαζοζα κι ενα μικιμαου που καμε 7 δραχμες τοτε και ο σινεμας ο θερινος ενα πενηνταρι και επαιζε περιπετειες νινζα οπως εκεινη με τον νινζα και τον αλλον νινζα που πολεμαγανε σε μια ταρατσα.

Kι ημουν δεν ημουν επτα χρονων οταν ο πατερας εγυρισε απο τα καραβια και μου φερε την Αταρη απο την Γιαπωνια. Δουλευε στα γκαζιαρικα και εβγανε κατιτις γιατι τοτε εστελναν λεφτα οι Αμερικανοι επειδη ετελειωσε ο πολεμος και ηταν χριστουγεννα θυμουμαι οταν ακουγαμε το καλαντο στη ντοιτσε βελλε και ΓΚΛΙΝΝΝΝΓΚΛΟΝΝΝ κανει το κουδουνι και ανοιγουμε και μπαινει μεσα στο χειμωνιατικο με ενα μεγαλο καφε κουτι!

ΩΡΕ πως το ξεσκισαμε εκεινο το κουντι με τα λιγδιασμενα ροζ δαχτυλακια μας. Και μεσα ειχε ενα πραμα που ηταν σαν να ηρθε απο το ΜΕΛΛΟΝ! Ηταν μια κονσολα σαν του λουστρακου το κουτι, αλλα με καλο γυαλισμενο ξυλο που στην ιαπωνια το λενε ΚΟΝΤΡΑ ΠΛΑΚΕ και ηταν η τελευταια λεξη της μοδος. Ωραιο μηχανακι φιλε μου, το βανες στη συσκευη και ζουσες ατελειωτες ωρες χαρας. Ειχε απανου στη ραχη ενα στομα ανοιχτο γεματο δοντια οπου εβανες την κασετινα για να παιξει η ιστορια. Και μπροστα ειχε ενα σωρο μοχλακια. Ενα το αναβοσβηνε. το αλλο σου εδιαλεγε το παιγνιο, θες καμποηδες; θες αντισφαιριση; θες αροπλανακια; θες πυγμαχια; Ολα τα ειχε. και ενα αλλο μοχλακι πιο εκει κι αλλο ενα παραπερα που δε το χα πειραξει ποτε γιατι εσκουζε ο αδερφος μου "μη το πειραζεις αυτο ρε μαλακα θα το χαλασεις" και μετα ο πατερας μου κατι ελεγε για τη μαμα του χριστου που νομιζα οτι ηταν καμια γειτονισσα.

Και παιζαμε ωρες ατελειωτες! Αφηναμε στο δαπεδο τους κοντηλοφορους και βαζαμε το φισ στην τηλεοραση και χανομασταν για ωρες αναμεσα σε 8 χρωματα και κατι τετραγωνα.. ε μετα εγνωρισαμε τα ναρκωτικα.
Τοτε μια κασετα Αταρη εκαθε δυο μισθους σχεδον. Πηγαμε μια ανοιξη στον Κατραντζο που τοτε με την εισοδο εις τας ευρωπας ανοιξανε οι αγορες κι ειχε φερει πραματεια απο τον απω ανατολη, το μπανγκλαντες, το Τζιμπουτι... και ειχαν φερει νεες κασετες Αταρη που χαν πανω χιλια χρωματα και σχεδια που μας εφερναν την τρελα στο μυαλουδακι μας. Και τραβαγα τον πατερα απο το μανικι 'μπα παρεμαυτο παρεμαυτο' και ρωταε τον πωλητη 'ποσο κανει κυριε, αυτη η μαλακια;' και του πε αυτος και ο πατερας μου κοκκινησε σαν το παπορι και του πε 'κοσιπεντε χιλιαρικα που να τα βρω γαμω τον αντιθεο σου;' και μετα πιαστηκανε στα χερια και φυγαμε και πηγαμε για σουβλακια στου Μανωλαρου.


Και ποιος εδω δε θυμαται τη ρωσσικη εισβολη; τα μαυρα του ΤΕΤΡΙΣ χρονια;

Στην αρχη δε δωσαμε σημασια καμια. Τι να μας πουν εμας, που πολεμουσαμε πολεμικα αεροπλανα και ουφο και εξωγηινους... Που καναμε καρατε και ζιουζιτσου... τα χρωματιστα τουβλακια;



Aλλα το βαλανε εκει διπλα στην πορτα το μηχανακι και καθε τοσο καθοταν κανας μεγαλος βαριεστημενα τιναζε το χερι του ποτε απο δω ποτε απο εκει. Κι επαιζε μια μουσικη φριχτη των μπολσεβικων που σου τρυπαγε τα αυτια και σου καθοταν στο στομαχι και μου θυμιζε θλιμμενες κυραδες να κλαινε στα συντριμια του βλαδιβοστοκ! Αλλα εμεις μονο νινζα, σπεης και σουπερ ατακ παιζαμε.

Αλλα μετα ειδα απανου στο τετρις το Θεμο τον τερματοφυλακα: " Ρε συ Θεμα μηπως τον παιρνεις;" του φωναζω "Παιζεις με τα τουβλακια; αυτο χτες ρε το παιζε η αδερφη του Κοσμα του Μπηθιακα" του κανω " που παιζει με τσι μπιμπιμπω στα παγκακια" του λεω πειραχτικα. Μα δεν εδειξε να τσατιζεται. Μονο συνεχισε να τιναζει τον καρπο του και να παταει σπασμωδικα το κοκκινο κουμπι, που ταν μεγαλο σαν πούλι απο το σκακι και καμια φορα οταν πεινουσα σκεφτομουν οτι ηταν μια μεγαλη καραμελα και το τρωγα!

Και την αλλη μερα καβαλα στο σκαμπω του Τετρις, ο Σακης. Αυτος δεν αφηνε το σπεησινβεντερς ουτε για να χεσει. "Και τωρα τι θα κανουμε ρε σακη; θα γεμισουμε εξωγηινους;" τον εσκουνταγα. Εις ματην!

Την τριτη μερα εβανε στο παλιομηχανημα, κερματα ο Γιωρης που τον φωναζαμε 'τσατσονι' επειδη ολα τα μαρτυραγε στη μανα του την ξιπασμενη που ταν χωρισμενη και βολοδερνε με τον Κωστη τον ανεργο. Κι αυτος τετρις!

Ολοι τετρις; μα τις στον εξαπωδο συμβαινει; Τα παλιοκουμουνια μας τηνε φερανε αλλη μνια! Αυτο συμβαινει, οπως στα λεω!

Σε ενα μηνα ολα τα ουφο ειχαν γεμισει τετρις. Και το αλλο μαγαζι το καινουργιο πιο κατω πισω απο τις μπασκετες, κι εκει επαιζε ο Εθνικος υμνος της Ρωσσιας κι ειχε παντα μια ουρα μεγαλη που φτανε ισαμε τη μπαραλια! Και πανω στην πολη τετρις παντου.

Ηξερα οτι ετοιμαζοταν καποια χοντρη πουστια.