Όταν τελειώσαμε το σχολείο, και όλη
η μπακουροπαρέα είχε βγάλει πια δίπλωμα και βγαίναμε με τα αμάξια των γονιών μας
τα βράδια, όλοι θελαν να έρχονται με το ‘δικό’ τους αμάξι. Δίναμε ραντεβού στην
πλατεία Αγίας Παρασκευής, μαζευόμασταν και οι 6 μας, και φεύγαμε όλοι με έξι αμάξια.
Ένας στο κάθε αμάξι. Κονβόυ το λέγαμε (ήταν της μόδας και η ομώνυμη ταινία εκείνη
την εποχή). Κανείς δεν ήθελε να πάει συνοδηγός στο αμάξι κάποιου αλλού. Όλοι
ελπίζαμε ότι θα σταθούμε τυχεροί και θα γυρίσουμε με γκόμενα από την βραδινή έξοδο.
Ένας από εμάς μάλιστα, ύστερα από τρια χρόνια, το κατάφερε.
Μια φορά είχαμε σκαρφιστεί ένα φοβερό κόλπο. Θα κάναμε ένα μπιτς πάρτυ στην Ερωτοσπηλιά στο Πόρτο Ράφτη. Θα πηγαίναμε όλοι μαζί με τα αμάξια μας, μόνο που αυτή την φορά, όλη θα φέρναμε μια φίλη μας για να την γνωρίσουμε στους άλλους. Το σχέδιο ήταν fool-proof. Επίσης θα έφερναν κάποιοι Σαμπούκες, και κάποιοι ξύλα για να ανάψουμε και μια φωτιά στην παραλία. Ο Θανάσης θα έφερνε και την κιθάρα του. Δεν μας άρεσε όταν έπαιζε μουσική ο Θανάσης γιατί ήξερε να παίζει μόνο Πυξ Λαξ, αλλά αυτήν την φορά θα του το επιτρέπαμε γιατί μπορεί να άρεσε στα κορίτσια.
Συναντηθήκαμε όπως πάντα στην
πλατεία. Κανείς μας δεν είχε φέρει καμία φίλη του για διάφορους αληθοφανείς λόγους.
Δεν το βάλαμε κάτω όμως. Πήγαμε στην παραλία, ανάψαμε την φωτιά με την κιθάρα
του Θανάση, ήπιαμε τις Σαμπούκες και περάσαμε πολύ ωραία. Στο γυρισμό, ο Θανάσης
έκανε μια πολύ γρήγορη στάση, ξέρασε στο δρόμο μπροστά από τα αμάξια μας και όλοι
σκεφτήκαμε "ΕΥΤΥΧΩΣ που δεν φέραμε κοπέλες!".